Σάββατο 11 Ιουνίου 2011

Η ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ

Κάποτε φεύγαν με καράβια τα παιδιά μας
Για Γερμανία, Αυστραλία, Αμερική
Για να πετάξουνε της φτώχιας τον μανδύα
Εργάτες, σερβιτόροι, ναυτικοί.

Σε ποιο χωριό, ποιο σπιτικό δεν είχε μετανάστη
Ποια μάνα δεν καρτέραγε στην πόρτα ένα γράμμα
Απ’ τον ξενιτεμένο της, μια λέξη, μια γραφή
Διάβαζε, ξαναδιάβαζε, το μούσκευε στο κλάμα

Ήταν ο πόλεμος, μας είχε καταστρέψει
αδέρφια χώριζε, μανάδες, και παιδιά
Το δάκρυ τους στα μάτια είχε στερέψει
Και κλείδωσαν τον πόνο στην καρδιά

Σήμερα πάλι η σκηνή ξαναγυρίζει
Φεύγουν…
μ’ αεροπλάνα και πτυχία τώρα πια
αφού την άμοιρη πατρίδα μας μαστίζει
η φτώχια, η ανεργία, η κλεψιά

τι μέλλων θα μπορέσουν πια να χουν
σε μια πατρίδα που ανθέλληνες προδώσαν
την ξεπουλήσαν την ματώσαν, τη βούλιαξαν…
και στα παιδιά της,...
το εισιτήριο της πίκρας πάλι δώσαν.


1 σχόλιο:

Χάρις Παναγοπούλου είπε...

Πικρός ο συνδυασμός τού τότε με το σήμερα, αλλά πετυχημένος, σ' ένα ποίημα, δοσμένο με τέχνη. Οι εικόνες που δίνεις, χωρίζουν στα δύο την καρδιά και θυμίζουν εκείνες τις ματωμένες δεκαετίες τών διηγήσεων. Σήμερα, πάλι τα ίδια, με άλλα πρόσωπα (ή μάλλον τα ίδια)... άλλες πολιτικές (ή μάλλον τις ίδιες)... άλλες αντιλήψεις (εδώ είναι που δεν άλλαξε τίποτε!). Εκείνο που μένει οπωσδήποτε ίδιο, είναι η υποφθαλμιαία προσέγγιση τών "καλών" μας προστατών!!! Μπράβο για την Προσφυγιά σου!