Τρίτη 22 Μαΐου 2012

ΜΙΑ ΓΛΥΚΕΙΑ ΕΚΔΙΚΗΣΗ (διηγημα)

ΓΙΑ ΚΑΠΟΙΟ ΠΕΡΙΕΡΓΟ ΛΟΓΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΔΕΝ ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ ΑΝ ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΠΑΤΗΣΤΕ ΤΟ ΣΧΗΜΑΤΑΚΙ ΜΟΛΥΒΙ ΣΤΟ ΚΑΤΩ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗΣ

                                     ΜΙΑ ΓΛΥΚΕΙΑ ΕΚΔΙΚΗΣΗ 



  Η Αλίκη στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη.  Κοίταξε το είδωλό της προφίλ και ανφάς.  Χάιδεψε την φουσκωμένη κοιλιά της.  Σε είκοσι το πολύ ημέρες θα γεννούσε.  Ήξερε ότι μέσα στα σπλάχνα της είχε ένα γλυκό χαριτωμένο κοριτσάκι.  Κατόπιν πλησίασε  στον καθρέφτη και έστησε το βλέμμα της στο πρόσωπο της.  Η επιδερμίδα της ήταν λεία σχεδόν τέλεια, την άγγιξε με τα δάκτυλα της και έκανε μια γκριμάτσα σηκώνοντας τα φρύδια της.
            Ο Αλέξης  μπήκε  στο δωμάτιο.
            « Τι κάνουν τα κορίτσια μου;»  ρώτησε και έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο της Αλίκης.  Εκείνη γέλασε πονηρά. Το βλέμμα της ήταν γεμάτο από μια περίεργη ικανοποίηση.  Κάθε φορά που την φιλούσε στο μάγουλο είχε το ίδιο βλέμμα το ίδιο χαμόγελο.

            Με τον Αλέξη είχαν μεγαλώσει μαζί στην ίδια γειτονιά.  Είχαν παίξει, είχαν τρέξει στους ίδιους δρόμους, είχαν διαφωνήσει, είχαν μαλώσει, είχε κάνει ο ένας τον άλλον να κλάψει αλλά πάντα έμεναν δυό φιλαράκια αχώριστα.
            Όταν άρχισαν τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα να ξυπνούν στο κορμί της Αλίκης, είχαν τον ήχο της φωνής του Αλέξη.  Τα ένοιωθε κοιτάζοντας το πρόσωπό του, αγγίζοντας το χέρι του,καρφώνοντας το βλέμμα της στο δικό του.  Ο Αλέξης δεν άργησε να καταλάβει τα αισθήματά της και ψάχνοντας μέσα του να ανακαλύψει ότι ήταν αμοιβαία.
            Άρχισαν να ζουν, έναν υπέροχο εφηβικό έρωτα. Έκαναν όνειρα κοινά. Περνούσαν ώρες ατέλειωτες αγκαλιασμένοι.  Ανακάλυπταν την ηδονή να ξεπετάγεται σαν καυτή λάβα από τα κορμιά τους .  Παραδόθηκαν στον έρωτα και ζούσαν την απόλυτη ευτυχία.
            Η Αλίκη, ήταν δυναμική,. αποφασιστική. Ο Αλέξης ακολουθούσε τα θέλω της. Έτσι, όταν η εκείνη του πρότεινε όταν τελειώσουν το λύκειο να φύγουν και οι δύο για σπουδές στα εξωτερικό εκείνος το δέχτηκε με ενθουσιασμό.

Ήταν η προτελευταία χρονιά τους. Εκείνο το καλοκαίρι η Αλίκη γυρίζοντας από τις διακοπές, το πρόσωπο της είχε σχεδόν καταστραφεί από ακμή βαριάς μορφής.  Γιατροί, φάρμακα, αλοιφές, προσπαθούσαν να εξαλείψουν τις απαίσιες ουλές και τα σημάδια από το μολυσμένο της δέρμα. Έκλεγε και αισθανόταν δυστυχισμένη.  Άρχισε να κλείνεται στον εαυτό της, εξαφάνισε τους καθρέφτες από το σπίτι. Ο μεγάλος της φόβος όμως ήταν μήπως ο Αλέξανδρος δεν θα την ήθελε πια. Άρχισε να αποφεύγει τα ραντεβού τους και μιλούσε μαζί του περισσότερο στο τηλέφωνο.  Η αλήθεια ήταν πως όταν την είδε γυρίζοντας από τις διακοπές τρόμαξε, δεν βρήκε το κουράγιο να την αγκαλιάσει, να την φιλήσει.  Αυθόρμηταέκλεισε τα μάτιαΗ Αλίκη πόνεσε, μα δεν μίλησε.  Σιγά-σιγά τον έβλεπε  να απομακρύνεται από κοντά της. Τον αγαπούσε, τον λάτρευε και δεν μπορούσε να φανταστεί την ζωή της μακριά του. Τα όνειρά τους άρχισαν να φθίρονται. Η απόφαση που είχαν πάρει να σπουδάσουν μαζί στο εξωτερικό κατέρρευσε, όταν προς το τέλος της χρονιάς ο Αλέξης της είπε
            « Ξέρεις Αλίκη σκέφτομαι να ασχοληθώ στην επιχείρηση του πατέρας μου... είναι δουλειά έτοιμη... το συζήτησα μαζί του και μάλιστα μπορώ να πω οτι χάρηκε για την απόφαση μου....»
            «όπως νομίζεις», του απάντησε παγωμένα, «εγώ θα φύγω»
            Ένας από τους λόγους που ήθελε να φύγεις ήταν και το πρόσωπό της.  Ήθελε να πάει σε γιατρούς ίσως να χρειαζόταν κάποια πλαστική εγχείρηση για να φύγουν αυτά τα απαίσια σημάδια που είχαν καταστρέψει τη ζωή της, τον έρωτά της και τα όνειρά της.

             Το καλοκαίρι το πέρασε στο χωριό της γιαγιάς της.  Η επικοινωνία της με τον Αλέξη είχε αραιώσει. Εκείνος είχε φύγει με φίλους του για κάποιο νησί.  Δεν της είχε καν προτείνει να πάνε μαζί διακοπές. Η ανασφάλεια της, την έκανε να δέχεται μια θέση στο περιθώριο της ζωής του.

            Ήρθε ο Σεπτέμβρης η Αλίκη ήταν έτοιμη, θα αναχωρούσε σε λίγες ημέρες.  Συνάντησε τον Αλέξη για να τον αποχαιρετήσει.  Εκείνος έσκυψε και την φίλησε δειλά.
            « Καλή επιτυχία και καλή τύχη.  Να θυμάσαι ότι σ’ αγαπώ» ,της είπε
            Από τα μάτια της, ήταν έτοιμα να κυλήσουν δάκρυα, με πολύ κόπο κατόρθωσε να τα συγκρατήσει. Ήθελε να πέσει στην αγκαλιά του, να του πει πόσο πολύ τον αγαπούσε κι εκείνη, και πόσο πονούσε η ψυχή της που έφευγε μακριά του. Όμως κρατήθηκε,  είχε τον χρόνο να κλάψει όταν θα έμενε μόνη της.

            Η πρώτη χρονιά πέρασε με πολύ διάβασμα.  Οι γονείς της, της ζήτησαν να έρθει στις διακοπές όμως εκείνη αρνήθηκε. Η επικοινωνία της με τον Αλέξη είχε σχεδόν σταματήσει κάποιο τηλεφώνημα αραιά και που και πάντα τον έπερνε εκείνη. Το μυαλό της και η σκέψη της όμως  ήταν  κοντά του.
Βρήκε δουλειά και έτσι παράλληλα με τις σπουδές της άρχισε να μαζεύει χρήματα για να μπορέσει να αποκαταστήσει την βλάβη που της είχε προκαλέσει αυτή η καταραμένη ακμή στο πρόσωπο της.
Επισκέφθηκε έναν καλό πλαστικό χειρουργό, που της συνέστησαν.
«Θα χρειαστεί να κάνουμε κάποιες επεμβάσεις.  Θα πάρουμε δέρμα απο τους γλουτούς και θα... θα... θα...» της είπε
« Είμαι αποφασισμένη για όλα γιατρέ, φτάνει να ξαναγίνει το πρόσωπό μου όπως ήταν πρώτα»
             Έτσι στο τέλος της δεύτερης χρονιάς επέστρεφε με το πτυχίο της και με ένα καινούργιο τέλειο πρόσωπο
.
Τηλεφώνησε στον Αλέξη και του ζήτησε να πάει να την πάρει από το αεροδρόμιο
« Θέλω να είσαι το πρώτο πρόσωπο που θα δω στην Ελλάδα» του είπε
Τώρα η Αλίκη ήταν μια ολοκληρωμένη γυναίκα . Τίποτα δεν θύμιζε το κοριτσάκι του λυκείου και το κυριότερο  ήταν μια γυναίκα γεμάτη αυτοπεποίθηση.
Τα μάτια του Αλέξη γέμισαν από θαυμασμό μόλις την αντίκρισε.  Την αγκάλιασε και την φίλησε τρυφερά στο μάγουλο και μετά στο στόμα.  Η Αλίκη, χαμογέλασε πονηρά γεμάτη ικανοποίηση. Δεν είχε πάψει να τον σκέφτεται και να είναι ερωτευμένη μαζί του. Ο Αλέξης βλέποντάς την ξανά, ανακάλυψε ότι και ο δικός του έρωτας δεν έσβησε ποτέ.

Λίγους μήνες αργότερα, της έκανε πρόταση γάμου. Η Αλίκη δέχτηκε.  Ήταν τώρα ένα νέο ευτυχισμένο ζευγάρι που περίμενε το πρώτο του παιδί.  Η πίκρα της απόρριψης όμως των εφηβικών της χρόνων από τον Αλέξη είχε φωλιάσει μέσα στην ψυχή της και ένας γλυκός τρόπος εκδίκησης καρφώθηκε στο μυαλό της.
« Ότι κι αν μου ζητάς αγάπη μου θα το παίρνεις πάντα δίνοντας μου ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο» του είπε γελώντας πονηρά.
« Με μεγάλη μου χαρά γλυκιά μου»  απάντησε ανυποψίαστος  εκείνος
Αυτή, θα ήταν η τιμωρία του και παράλληλα η ικανοποίηση της Αλίκης.  Θα του πρόσφερε για φίλημα το φιλετάκι την οπισθίων της, λείο τρυφερό και πεντακάθαρο.

Κυριακή 20 Μαΐου 2012

ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΙΑ (ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ κΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ)

ΑΠΑΓΓΕΛΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΝΤΟΡΑ ΜΑΝΑΤΑΚΗ
ΔΟΞΟΛΟΓΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΓΛΥΦΑΔΑΣ ΠΑΥΛΟ



Ο ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΓΛΥΦΑΔΑΣ Κ.ΚΟΚΟΡΗΣ Ο ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΑΡΓ,ΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΚΑΙ Ο  Π,ΑΝΤΙΔΗΜΑΡΟΣ ΝΙΚΟΣ ΛΕΒΕΤΣΟΒΙΤΗΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛH

Σαν Φλόγες! Που τρέμουν και ξεπηδούν
μέσα από τα καταγάλανα νερά του Βοσπόρου,
στη θάλασσα του Μαρμαρά,
μοιάζουν τ’ απομεινάρια μιας δόξας.
Μιας τρανής  χιλιόχρονης εποχής.

Σαν Πύρινες γλώσσες  που μιλούν, κράζουν,
και φωνάζουν…. Ελλάδα.!!!!

Οι βυζαντινές εκκλησιές, με λεηλατημένα, καμένα, τα σωθικά τους,
ορθώνουν ακόμα το ανάστημα  μπροστά στον κατακτητή
και αφήνουν την φαντασία να καλπάσει πίσω,   στο χρόνο….
-------------
Ω!  Η Αγιά Σοφιά, το στόλισμα
Σ ανατολή και δύση
Με τετρακόσια σήμαντρα
και εξήντα δυο καμπάνες
με θησαυρούς που ζήλευε
όλη η οικουμένη
θρηνεί , πονά, την συμφορά
το πάρσιμο της Πόλης
κι αναρωτιούνται οι χριστιανοί…..
Η άπαρτη βασιλεύουσα
Έσκυψε το κεφάλι??

Όχι ποτέ.  δεν έσκυψε
Ούτε και σκλάβα εγίνει
Πολέμησαν μέχρις ενός
Και εις την Χρυσή την Πύλη
Ορκίστηκαν ανάσταση
να ξημερώσει πάλι…

Ο Μαρμαρωμένος βασιλιάς
Καβάλα στ’ άλογο του
Ξεπήδησε  απ’ το νερό
σαν ήλιος ζωοδότης
με την λαμπρή την φορεσιά
την μυριοπλουμισμένη

κρατά σπαθί και καρτερεί
πάλι να πολεμήσει
της λευτεριάς  τα σήμαντρα
να ηχήσουν στα ουράνια
την θέση της να ξαναβρεί
η Άγια Τράπεζα μας….

------------
Άγια χώματα μιας χαμένης πατρίδας που ευωδιάζουν άρωμα,
και μύρο ορθοδοξίας, άρωμα Ελλάδας.

Πέτρες, κολώνες, μάρμαρα, ανοίγουν παράθυρα  στο χτες
δίνοντας την ευκαιρία, στο όνειρο να ζωντανέψει
στη μνήμη να τρέξει, στην νοσταλγία να σε τυλίξει,
Και στην ελπίδα να φωνάξει.

«πάλι με χρόνους με καιρούς,Πάλι …δικά μας θα ‘ναι…»

Ντόρα Μανατάκη
                        ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΛΑΚΩΝΩΝ ΓΛΥΦΑΔΑΣ

Τετάρτη 16 Μαΐου 2012

ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΟΣ ΕΡΩΤΑΣ (διήγημα)


ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΟΣ ΕΡΩΤΑΣ


Η Τερέζα έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη . Αυτό που έβλεπε την ικανοποιούσε απόλυτα.
Πήρε το μπουκαλάκι με την κολόνια και έβαλε δυο σταγόνες πίσω από το κάθε αυτί.
« Θα του αρέσω?» αναρωτήθηκε.
Δεν ήταν καμιά κούκλα αλλά με λίγο μακιγιάζ με ένα καλό χτένισμα και ένα ωραίο ντύσιμο δεν περνούσε ποτέ απαρατήρητη .
Είχε περάσει τα τριάντα τρία της χρόνια και μια μικρή ανασφάλεια είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνισή της στο πίσω μέρος της σκέψης της . Ο εξάχρονος δεσμός της με τον Κώστα τέλειωσε πριν δύο χρόνια. Έφταιγε αυτός, έφταιγε εκείνη, ποτέ δεν το έψαξε . Έσβησε σιγά- σιγά χωρίς να το καταλάβουν . Δεν επεδίωξε να κάνει άλλη σχέση παρόλο που της έτυχαν κάποιες καλές περιπτώσεις . Ήθελε να μείνει για λίγο μόνη της .
Μετά τον χωρισμό της με τον Κώστα μόνιμος συνοδός της ήταν ο Νικήτας ο παιδικός της φίλος.
Με τον Νικήτα ήταν ερωτευμένη στα εφηβικά της χρόνια , ήταν ο κρυφός της έρωτας . Ποτέ δεν του το έδειξε άλλα ούτε κι εκείνος της είχε δείξει ποτέ να τον ενδιαφέρει ερωτικά. Την πείραζε πάντα και πολλές φορές την απογοήτευε με το χιούμορ του λέγοντας της
«Πως είσαι έτσι σήμερα; Τα χάλια σου έχεις.» ή την φώναζε κουτορνίθι και διάφορα άλλα ενώ εκείνη έκανε οτιδήποτε για να του αρέσει. Με τον καιρό κλείδωσε τα αισθήματά της για τον Νικήτα βαθιά μέσα της όμως ποτέ δεν έπαψαν να είναι φιλαράκια.
Πριν δυο μήνες τον έστειλε η εταιρεία στην οποία ήταν στέλεχος, μια πολυεθνική , στην Αμερική για κάποια σεμινάρια . Σ’ αυτό το διάστημα επικοινωνούσαν σχεδόν καθημερινά . Η Τερέζα όσο έλειπε μακριά της ένοιωθε τον έρωτα μέσα της να φουντώνει .Της έλειπε τόσο πολύ. Μα και εκείνος με μισόλογα της έδωσε να καταλάβει πως ένιωθε το ίδιο .Μετά από κάθε τους συνομιλία η Τερέζα σκεφτόταν τα λόγια του, και προσπαθούσε να διαβάσει τις κρυφές του σκέψεις.
«Ίσως φοβάται την απόρριψη , ίσως νομίζει πως θα προδώσει την φιλία μας . Πρέπει να κάνω εγώ το πρώτο βήμα. Όση ώρα ετοιμαζόταν άρχισαν να περνάνε σαν κινηματογραφική ταινία διάφορα στιγμιότυπα από την παιδική τους ηλικία



-Τερέζα! Ο μπαμπάς μου, μου έφερε το καινούργιο μίκυ μάους, θα ‘ρθεις να το διαβάσουμε μαζί;
Ήταν η φωνή του Νικήτα που την φώναζε από την αυλή του σπιτιού της. Στο παλιό διώροφο, έμεναν η οικογένεια της Τερέζας στον πάνω όροφο και του Νικήτα στον κάτω. Οι γονείς του είχαν ένα μπακάλικο μερικά τετράγωνα πιο κάτω και ήταν υποχρεωμένοι να δουλεύουν και οι δυο αρκετές ώρες αφήνοντας τον μόνο στο σπίτι. Η μητέρα της Τερέζας τον πρόσεχε σαν να ήταν δικό της παιδί. Τις οικογένειες τους τις συνέδεε παλιά φιλία. Τα δυο παιδιά μεγάλωναν μαζί. Η Τερέζα ήταν δυο χρόνια μικρότερη και ο Νικήτας την βοηθούσε στα μαθήματά της και περισσότερο στην αριθμητική που εκείνη δεν τα κατάφερνε. Έπαιζαν μαζί και πολλές φορές κοιμόντουσαν και μαζί όταν αργούσαν να γυρίσουν οι γονείς του και τον έπαιρνε ο ύπνος στο σπίτι της. Τα καλοκαίρια πάντα έκαναν τις διακοπές τους και τα μπάνια τους στο νησί ,κοντά στην γιαγιά του Νικήτα, στην Μήλο.
Ο Νικήτας της έμαθε μπάνιο στη θάλασσα, ακόμα της έμαθε να ρίχνει βουτιές από το καΐκι του παππού του, να ψαρεύει με την μάσκα αχινούς και κοχύλια, εκείνος μπροστά και εκείνη πίσω τον παρακολουθούσε πως έβρισκε τα χταπόδια και με το καμάκι τα έπιανε. Ήταν ο αγαπημένος μεζές του παππού του.
-Αυτό παππού για σένα, φώναζε μόλις το σήκωνε έξω από το νερό
Η Τερέζα ήταν φοβητσιάρα έτρεμε τα έντομα. Ένα καλοκαίρι στο νησί ο Νικήτας την τρόμαξε τόσο πολύ που δεν ήθελε να τον ξαναδεί.
-Τερέζα, της φώναξε έλα να δεις τι κρατάω στο χέρι μου
Η Τερέζα έτρεξε κοντά του και τότε εκείνος άνοιξε το χέρι του και της πέταξε ένα τζιτζίκι επάνω της .. Οι φωνές της ακούστηκαν σ’ όλο το νησί και το χειρότερο για κείνη ήταν ότι ο Νικήτας είχε ξελιγωθεί στα γέλια. Εκείνη την ημέρα ένιωσε ότι τον μίσησε. Δεν ήθελε για πολύ καιρό να τον έχει φίλο της.
Στα χρόνια της εφηβείας τους, ο Νικήτας έβγαινε με τους φίλους του, μιλούσαν για κορίτσια, φλέρταραν. Η Τερέζα ένιωθε μικρά τσιμπηματάκια ζήλειας. Όταν η Βάνα η κοινή τους φίλη έγινε το κορίτσι του, κατάλαβε ότι ήταν ερωτευμένη μαζί του. Άρχισε να προσπαθεί να τον κάνει να την προσέξει όμως εκείνος δεν έδειξε ποτέ ερωτικό ενδιαφέρον για κείνη. Η Τερέζα έκλαψε αρκετές φορές τις νύχτες γυρίζοντας από κάποια φιλική έξοδό τους. Σιγά-σιγά απομακρύνθηκε. ‘Άλλαξαν σπίτι, ο Νικήτας πήγε στο πανεπιστήμιο, έκαναν νέες παρέες και μετά γνώρισε τον Κώστα ‘Έζησαν έναν όμορφο έρωτα μέχρι που ήρθε ο χωρισμός. Με τον Νικήτα χάθηκαν όλα αυτά τα χρόνια. Που και που τηλεφωνούσε ο ένας στον άλλον στις γιορτές, στα γενέθλιά τους… Μετά τον χωρισμό της, αναζήτησε τον Νικήτα. Ήταν και εκείνος μόνος του κι έτσι άρχισαν πάλι να περνούν μαζί τις ελεύθερες ώρες τους.


Κοίταξε το ρολόι της
«Πέντε και μισή, έχω χρόνο» σκέφτηκε.
Στο τηλέφωνο, της είχε πει ότι θα έφτανε Ελλάδα γύρω στις επτά.
Πήρε τα τσιγάρα της από το κομοδίνο και με νευρικές κινήσεις άναψε ένα .
« Γιατί Θεέ μου έχω τόσο τρακ» αναρωτήθηκε
Τράβηξε δυο ρουφηξιές και το ίδιο νευρικά το έσβησε στο μικρό κρυστάλλινο τασάκι.
Άρχισε να μαζεύει και να βάζει στις κρεμάστρες τα φορέματα που δοκίμαζε όλο το μεσημέρι και τα είχε σκορπίσει επάνω στο κρεβάτι
« Μόλις τον δω θα τρέξω στην αγκαλιά του, θα του πω πόσο πολύ μου έλειψε … Σίγουρα θα είναι κουρασμένος από το πολύωρο ταξίδι του…αν θέλει να ξεκουραστεί θα τον πάω στο σπίτι του…ίσως περάσουμε μαζί τη νύχτα…Αχ! Νικήτα, πόσο ευτυχισμένη θα ήμουνα αν ήξερα ότι κάνεις και συ τις ίδιες σκέψεις …ότι τα όνειρά μου είναι και δικά σου όνειρα….Γιατί δεν μπόρεσες να διαβάσεις ποτέ τα μάτια μου …ν’ ακούσεις την καρδιά μου … πόσο χρόνο θα είχαμε κερδίσει..»
Όλες αυτές οι σκέψεις έβγαιναν σαν παραμιλητό από τα χείλη της. Ένοιωθε χαρούμενη , ευτυχισμένη μα είχε και ένα μικρό φόβο μέσα της , μήπως είχε παρασυρθεί από τα δικά της αισθήματα και έκανε λάθος για του Νικήτα. «θα δείξει» σκέφτηκε και έδιωξε αμέσως από το μυαλό της αυτή τη σκέψη.
« Κλειδιά, τσιγάρα, κινητό» είπε και μαζεύοντας τα, τα έριξε μέσα στην τσάντα της. Πήρε την ζακέτα της και κλείνοντας την πόρτα του μικρού της διαμερίσματος κατέβηκε στο αυτοκίνητο της .
Η διαδρομή μέχρι το αεροδρόμιο της φάνηκε ατελείωτη. Όλα τα τραγούδια που έπαιζε το ραδιόφωνο είχε την εντύπωση ότι μιλούσαν για την δική της αγάπη
« Αχ! Αγάπη μου , αν μπορούσα να σου μεταβιβάσω τη σκέψη μου , να σου φωνάξω πόσο πολύ σ’ αγαπώ και να μ’ ακούσεις….
Έφτασε στο αεροδρόμιο ένα τέταρτο νωρίτερα. Μπαίνοντας παρατήρησε μια ασυνήθιστη κίνηση, πήρε ένα περιοδικό και κάθισε στην καφετέρια . Η αναμονή ήταν ότι χειρότερο για την Τερέζα. Η αγγελία που ακούστηκε από τα μεγάφωνα την έκανε να παγώσει
* * *
Η πτήση του Νικήτα δεν θα έφτανε ποτέ… Η ανακοίνωση του τραγικού αεροπορικού δυστυχήματος την άφησε καρφωμένη τρεις ολόκληρες ώρες στην ίδια θέση σαν χαμένη πριν πάρει τον δρόμο της επιστροφής .
Μαζί με τον Νικήτα είχαν χαθεί όλα τα όνειρά της και οι ελπίδες του μεγάλου ανεκπλήρωτου έρωτά της και δεν θα μάθαινε ποτέ αν ο κρυφός της έρωτας για κείνον, ήταν ένας αμοιβαίος έρωτας…. 
Τ Ε Λ Ο Σ

Πέμπτη 10 Μαΐου 2012

Η ΚΟΚΕΤΑ (ΔΙΗΓΗΜΑ)


                                         Η  ΚΟΚΕΤΑ…    

  





Κουρασμένα συρτά βήματα. Χαραγμένες ρυτίδες.  Η ημέρα έχει γίνει ατελείωτη και η νύχτα επίσης το ίδιο. Ο χρόνος κυλά αργά βασανιστικά,   γεμάτος   γλυκόπικρες αναμνήσεις.
          Τι ήσουν,  αλήθεια; …
           Στην αρχή…,  ένα ροδοπέταλο από ανθισμένο μυρωδάτο τριαντάφυλλο, ένα τρυφερό κλωνάρι που ξεπεταγόταν μέσα από τον Ανοιξιάτικο οργασμό της φύσης, ένα ανήμπορο πουλάκι για πέταγμα, στη ζεστή αγκαλιά της μάνας.
          Και ύστερα….,  είδες το κορμί να σχηματίζεται, τα στήθη , άγουροι καρποί να ωριμάζουν, τον έρωτα να ξεπηδά μέσα από τα βλέφαρα και να πεταρίζει.  Άγγιξες την ηδονή, γεύθηκες το γλυκό κρασί της όποιας αμαρτίας, έζησες την άνοιξη της νιότης, το καλοκαίρι του μεστώματος, ένιωσες το βύζαγμα στη ρόγα, το καυτό γάλα να βγαίνει από τα στήθη για ν’ αναστήσει το βλαστάρι σου, την περηφάνια για το δημιούργημά σου…
          Ήρθε του φθινοπώρου το αργό ξεγύμνωμα, Eίδες την ομορφιά να εκφυλίζεται, το λυγερό κορμί να κυρτώνει σαν δεντρί στη δύναμη του αγέρα, τα φωτεινά μάτια να βασιλεύουν σαν τον ήλιο όταν τελειώνει το σεργιάνι του στον ουρανό και βουτά να ξαποστάσει στη δύση του…
           Τώρα μες την βαρυχειμωνιά, αργοσέρνεις τα βήματα και περιμένεις καρτερικά ένα χτύπημα στην πόρτα…..     



       Κοίταξε το πρόσωπο της στον καθρέφτη, γύρισε το κεφάλι της δεξιά, αριστερά και χάιδεψε τις γραμμές του. Με το αριστερό της χέρι τέντωσε τις ρυτίδες του ματιού , με το δεξί κρατούσε το μπαστούνι που εδώ και τρία χρόνια την βοηθούσε στο περπάτημα . Τα πόδια της δεν είχαν πια δύναμη , ο χρόνος την είχε καταβάλει χωρίς όμως  εκείνη να μπορέσει να  συμβιβαστεί ποτέ μαζί του. Η καρδιά της εξακολουθούσε να είναι καρδιά μιας παιδούλας, μιας έφηβης, θα ήθελε να μπορούσε να κάνει ότι και η εγγονή της, να τρέχει, να χορεύει, να διασκεδάζει, να ζει.
       « αν ήμουν άλλη» σκέφτηκε «θα είχα κάτσει σε αναπηρική καρέκλα εδώ και καιρό. Εγώ όμως όχι, όχι, θα πεθάνω όρθια όπως τα δέντρα. Γιατί σε μένα Θεέ μου άφησες να συμβεί αυτό?»
      Η φύση της είχε χαρίσει απλόχερα την ομορφιά, μια ομορφιά που δεν περνούσε απαρατήρητη . Καλοσχηματισμένο πρόσωπο, υπέροχα μάτια, καλλίγραμμη μύτη, μια σειρά υπέροχα δόντια σαν μαργαριτάρια. Πάντοτε κέρδιζε το βλέμμα και τον θαυμασμό όλων.  Η ζωή όμως ήταν φειδωλή μαζί της ποτέ δεν την άφησε να χαρεί. Τα βάσανα το ένα διαδεχόταν το άλλο , γνώρισε από μικρό παιδί την ορφάνια, την πείνα της κατοχής, τον άτυχο γάμο και τώρα την ανίατη αρρώστια , δύο πόδια σακατεμένα.  Η δύναμη όμως που κουβαλούσε μέσα της, της έδινε κουράγιο για ζωή.
    

Ξημέρωνε η γιορτή του αγίου Νικολάου, η μάνα της είχε σηκωθεί σχεδόν αξημέρωτα και λιβάνιζε. Πάντα αυτή η μέρα ήταν για κείνη ιερή .Στο νησί της , είχαν πολιούχο τον αϊ Νικόλα,  τον προστάτη των ναυτικών, το ίδιο έκανε και η γιαγιά της, παρακαλώντας τον Άγιο  να έχουν καλά ταξίδια ο άντρας της και τα αδέρφια της που βρίσκονταν στα πέλαγα.  
-Μαρίκα, Αγγελική άντε σηκωθείτε ώρα για το σχολείο, φωνάξτε και τα αγόρια. Σας ζεσταίνω το γάλα σας.
Η Μαρίκα έσπρωξε την Αγγελικούλα 
-Κρυώνω είπε εκείνη με αδύναμη φωνή, Κρυώνω πολύ!
Η Μαρίκα άγγιξε το μέτωπό της
-Μάνα τρέχα, η μικρή καίει, έχει πυρετό.
Η μάνα έπιασε το κεφάλι της μικρής της κόρης πραγματικά το παιδί έκαιγε. Έτρεξε αμέσως  γέμισε  μια λεκάνη νερό με ξύδι και βουτώντας μέσα μια πετσέτα  την έστυψε και την έβαλε στο κεφάλι της κόρης της.
-Τρέξε να φωνάξεις τον γιατρό. Είπε στην Μαρίκα Ο γιατρός κάθισε ώρα πολύ πάνω από την Αγγελικούλα το πρόσωπο του ήταν σκυθρωπό. Η Μαρίκα είχε κουρνιάσει πίσω από την πόρτα και παρακολουθούσε.
-Το παιδί είναι σοβαρά! Είπε στη μάνα είμαι σίγουρος ότι έχει οστρακιά.
Η μάνα έπιασε με τα δυο της χέρια το κεφάλι της.
-Τι πρέπει να κάνω τώρα γιατρέ μου ; ρώτησε.
-Προσπάθησε να βρεις τα φάρμακα που θα σου γράψω και θα δούμε.
Οκτώ μέρες ψηνόταν στον πυρετό η Αγγελικούλα. Ο γιατρός πήγαινε και έρχονταν στο σπίτι. Η Μαρίκα στεκόταν στο προσκεφάλι της. Την λάτρευε την μικρή της την αδελφή. Την ένατη ημέρα η ανάσα της έγινε βαριά, τα ματάκια της είχαν σχηματίσει μαύρους κύκλους, το κορμάκι της το βράδυ έμεινε ασάλευτο. Ήρθε το τέλος. Θρήνος και κραυγές μέσα στο σπίτι.
-Παιδί μου, μονάκριβο μου, γιατί; Σπάραζε η μάνα. Οι λυγμοί της και ο πόνος της, λύγιζαν σίδερο.
Οι γειτόνισσες πήραν τα αγόρια μακριά. Η Μαρίκα αρνήθηκε πεισματικά να φύγει. Είχε σφιχταγκαλιάσει την μάνα της από φόβο μήπως την χάσει κι εκείνη. Δεν είχε καταλάβει ποιος ήταν αυτός ο χάρος που έπαιρνε τα μικρά παιδιά και έκανε τους μεγάλους να κλαίνε τόσο γοερά, να σπαράζουν και να μαυροντύνονται.
 Η μάνα άργησε πολύ να συνέλθει πέρασαν μήνες. Κάθε βράδυ η Μαρίκα την άκουγε που μοιρολογούσε. Την ημέρα έσφιγγε τα δόντια και έκανε την καρδιά της πέτρα για να μη βλέπουν τα άλλα  της παιδιά. Ο Γρηγοράκης ήταν επτά χρονών και ο Χρηστάκης της τεσσάρων, η Μαρίκα στα δέκα. Τα μικρά δεν είχαν καταλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί.
«Την πήρε ο θεούλης κοντά του» τους έλεγε η μάνα κάθε φορά που ρωτούσαν  για την Αγγελικούλα. «Είναι ένα αγγελούδι που μας κοιτάζει από τον ουρανό»
Η Μαρίκα όμως ήξερε και πονούσε που δεν θα ξαναέβλεπε την αγαπημένη της αδελφούλα.
Σιγά – σιγά με τον καιρό το σπίτι ξαναβρήκε τον ρυθμό του. Οι συγγενείς και οι γείτονες που μπαινόβγαιναν καθημερινά για να κάνουν συντροφιά της μάνας αραίωσαν, όμως στα πρόσωπα της οικογένειας είχαν σφραγιστεί από τον πόνο,  Το γέλιο δειλό και σχεδόν ανύπαρκτο. Η Μαρίκα που όλο αυτό το διάστημα έμενε στο σπίτι για να βοηθάει τη μάνα ,άρχισε να πηγαίνει πάλι στο σχολείο, και τα αγόρια επίσης. Οι φωνές τους και το παιχνίδι τους ήταν η ζωντάνια και η ζεστασιά μέσα σ’ αυτό το σπίτι.

Ξημερώνει 28 Οκτωβρίου 1940. Ώρα 6 το πρωί. Ο ανατριχιαστικός ήχος της σειρήνας  κάνει ολόκληρη την γειτονιά να πεταχτεί στον δρόμο. Μήνες τώρα ακούνε, μαθαίνουν, για τον αναβρασμό που επικρατεί στα Βαλκάνια. καταλαβαίνουν, πόλεμος, επιστράτευση. Ο πατέρας της Μαρίκας πρέπει να φύγει για το μέτωπο μαζί με άλλους πολλούς γείτονες. Η μάνα κλαίει αποχαιρετώντας τον. Ξέρει πόσο δύσκολο θα είναι για εκείνη που μένει πίσω με τρία μικρά παιδιά. Φτωχοί άνθρωποι πως θα ζήσουν;
Η τέχνη της φραγκοράφτρας θα τους βοηθήσει να ζήσουν.
 Μέρα νύχτα στο βελόνι έραβε στρατιωτικές στολές. Η Μαρίκα σταματάει το σχολείο και πιάνει δουλεία σε εργοστάσιο. Είναι δέκα πέντε χρονών. Δεν τολμάει να κάνει όνειρα. Κάποιες φορές με τις φίλες της,[γειτονοπούλες] μιλούν για το αγόρι που έχει ερωτευτεί η κάθε μια, που είναι στρατευμένοo και με λαχτάρα διαβάζουν τα γράμματα που τους στέλνουν από το μέτωπο. Η Μαρίκα ακούει, η καρδιά της δεν έχει χτυπήσει ακόμα.
Οι μήνες περνούν τα νέα από τον πατέρα αραιώνουν. Ενώ στην αρχή έφταναν γεμάτα ενθουσιασμό για νίκες στα σύνορα, τώρα οι κακουχίες, ο βαρύς χειμώνας, τα χιόνια τον έχουν τσακίσει. Επιστρέφει πληγωμένος και βαριά άρρωστος από πνευμονία. Η μάνα τρέχει. Φιλάει κατουρημένες ποδιές για να βρει φάρμακα, πενικιλίνες.
Ο πατέρας λίγο – λίγο αρχίζει να συνέρχεται. Είναι όμως αδύναμος να εργαστεί  το βάρος όλο το έχει η μάνα και η Μαρίκα. Πρέπει να δουλέψουν για το μεροκάματα. Για τα δύο μικρά αγόρια. Για ένα ζεστό πιάτο φαί.
Καλοκαίρι του 1941. Οι γερμανοί μπαίνουν στην Αθήνα. Οι ρυθμοί της ζωής αλλάζουν. Ο  φόβος  και η αβεβαιότητα για το αύριο   κουρνιάζουν σε κάθε σπιτικό. Ξοπίσω ακολουθεί η πείνα. Τα τρόφιμα αρχίζουν να χάνονται τα χρήματα εξανεμίζονται τίποτα δεν έχει πλέον αξία. Η συμφορά στο φτωχικό της Μαρίκας δεν αργεί να έρθει. Ο πατέρας ανήμπορος  και εξαντλημένος  από την πείνα, σβήνει. Μήτε κηδεία δεν μπορούν να του κάνουν. Μήτε να κλάψουν δεν μπορούν, τα δάκρυα έχουν στεγνώσει στα μάτια τους. Ο πόνος είναι βουβός. Η μάνα αποφασίζει να επιστρέψει στο νησί της.
-Μαρίκα εσύ κι εγώ μένει να παλέψουμε τώρα για τα δυο αυτά ορφανά.

Δύο μέρες ταξίδευαν μέσα σ’ ένα σαπιοκάραβο, σ’ ένα σκυλοπνίχτη μέχρι να φτάσουν. Η ζωή στο νησί ήταν λίγο καλύτερη. Οι συγγενείς της μάνας τους καλωσόρισαν. Ευτυχώς υπήρχε το πατρικό της σπίτι να μείνουν και ένα μικρό χωραφάκι. Η μάνα βάλθηκε να φυτεύει, για να εξασφαλίσει μια μικρή σοδιά για τα ορφανά καθώς έλεγε. Η λέξη ορφανό αντηχούσε άσχημα στ αυτιά της Μαρίκας δεν ήθελε να την αποκαλούν έτσι. Ήταν δεκαέξι χρονών πια, σχηματισμένη σχεδόν γυναίκα, και αναμφίβολα όμορφη, όλοι την θαύμαζαν. Κι εκείνη προσπαθούσε να περιποιείται τον εαυτό της ήταν κάτι που της άρεσε από μικρή.
-Πάλι στο καθρέφτη είσαι; Άστο πια αυτό το μαλλί!  Φώναζε η μάνα της. Σταμάτα να φτιασιδώνεσαι έχουμε δουλειές!
Τα αγόρια του νησιού, όλα ήταν ερωτευμένα με την Μαρίκα. Όταν έβγαινε έξω σκορπούσε ταραχή στις καρδιές τους. Το παρατσούκλι της ήταν η κοκέτα. Έτσι την έλεγαν.
-Κοίτα να εκμεταλλευτείς την ομορφιά σου και να βρεις κανένα καλό γαμπρό πλούσιο!    Της έλεγε η θειά Σοφία που ήταν και η προξενήτρα του νησιού. Εγώ  θα σου βρω τον καλύτερο!
Η Μαρίκα ούτε που να ακούσει για προξενιά.
-Εγώ θα τον βρω μόνη μου, και θα είναι και Αθηναίος έλεγε, θα φύγω δεν μένω εδώ στο νησί.
Όταν αντήχησαν οι καμπάνες της απελευθέρωσης από τους γερμανούς η Μαρίκα ήταν πια σχεδόν είκοσι χρονών.
Ένα πρωί η θειά Σοφία ήρθε γεμάτη χαρά.
-Φέρνω καλά μαντάτα για την Μαρίκα μας ,είπε στη μάνα. Ο Παναγιώτης του Μανώλη του Σταματίου, ζητάει την κόρη σου να την παντρευτεί. Καλό παιδί και πολλά λεφτά. Τύχη βουνό. Κοίτα να την πείσεις, δεν βρίσκονται κάθε μέρα τέτοια παιδιά.
Η μάνα μίλησε στη Μαρίκα την ίδια μέρα.
-Κόρη μου είναι καλή τύχη για σένα. Εγώ κουράστηκα από την φτώχια. Εσύ τουλάχιστον να ζήσεις καλά και ίσως μπορέσεις να βοηθήσεις και τα αδέρφια σου . Ο Παναγιώτης έχει ολόκληρο καΐκι δικό του και σπίτια και χτήματα. Είναι και μοναχοπαίδι. Μην αρνηθείς. Μην πετάξεις τέτοια τύχη. Όλα αυτά της τα έλεγε σχεδόν παρακαλετά, ήξερε  πόσο αρνητική ήταν η Μαρίκα στα προξενιά. Πόσα είχε διώξει.
-Θα το σκεφτώ!
Ο Παναγιώτης της άρεσε, πολλές φορές τον είχε κρυφοκοιτάξει. Αποφάσισε να δεχτεί. Είπε το ναι, και όλα πήραν τον δρόμο τους.
Άρχισαν οι ετοιμασίες του γάμου. Ο Παναγιώτης δεν ήθελε να χαλάσει κανένα χατίρι στην Μαρίκα κι όταν του ζήτησε να πάνε στη Αθήνα για το νυφικό της, τις μπομπονιέρες και τα προικιά της μετά χαράς δέχτηκε. Η Μαρίκα θα πραγματοποιούσε το όνειρό της θα ήταν μια ξεχωριστή νύφη με την τελευταία λέξη της μόδας.
-Κόρη μου συμμαζέψου! Δεν έχουμε λεφτά για λούσα και πολυτέλειες. Φτωχοί άνθρωποι είμαστε άσε τα μεγαλεία. Έλεγε η μάνα.
-Όχι ! δεν θέλω να παντρευτώ σαν παρακατιανή! Απαντούσε πεισματικά η Μαρίκα. Ο Παναγιώτης θα μου τα πάρει. Άλλωστε παίρνει την πιο όμορφη γυναίκα του νησιού, και λεφτά έχει.!
Ο γάμος έγινε και πραγματικά την Μαρίκα την θαύμασε όλο το νησί. Τώρα ήταν μια κυρία πλούσια, όμορφη ,και  ευτυχισμένη. Σε έξη μήνες ο Παναγιώτης έφυγε με το καΐκι, μαζί πήρε και τον  αδερφό της τον Γρηγόρη που παράτησε το σχολειό του, δεν τα ήθελε τα γράμματα
-Θέλω να γίνω καπετάνιος! Έλεγε στη μάνα του. Με δικό μου καΐκι σαν τον Παναγιώτη.
-Καλά, άντε τώρα κοντά του μούτσος, και αργότερα γίνε και καπετάνιος. Απαντούσε η Μαρίκα.
Ο πεθερός της ο καπετάν Μανώλης πάντα έκανε μακρινά ποστάλια. Έλειπε εφτά- οχτώ μήνες, πολλές φορές και χρόνο από το νησί.
-Πατέρα μην αργήσετε να γυρίσετε τον παρακάλεσε η Μαρίκα. Νιόπαντρη είμαι…
-Για όλα αυτά  τα λούσα και τα στολίδια που θα σου φέρει ο άντρας σου, αξίζει να περιμένεις της είπε γελώντας δυνατά. Καμιά δεν θα ’χει  τέτοια σ’ όλο το νησί!!! Έχε υπομονή.
-Είναι δύσκολο να είσαι γυναίκα ναυτικού κόρη μου, της έλεγε η πεθερά της .πρέπει να ‘χεις υπομονή και γερή καρδιά ν’ αντέχει. Η θάλασσα έχει αγωνίες και λαχτάρες δεν μας βλέπεις, όλες στον Άγιο τρέχουμε κι ανάβουμε κερί για καλά ταξίδια. Το ίδιο θα κάνεις κι εσύ.

Πέρασαν πέντε χρόνια α Παναγιώτης ήρθε κι έφυγε πολλές φορές.
Σε κάθε του ταξίδι της έφερνε δώρα, μεταξωτά, ασημικά Η  Μαρίκα ένιωθε ευτυχισμένη, έραβε φουστάνια, ανέβαινε στην Αθήνα με την μάνα της, ψώνιζε παπούτσια, τσάντες, καπέλα, ότι λαχταρούσε η ψυχή της. Η φτώχια και η πείνα που είχε ζήσει παιδί είχε σβηστεί από το μυαλό της.
Αυτή την φορά, λίγο πριν φύγει ο Παναγιώτης, η Μαρίκα έμεινε έγκυος Στην επιστροφή του  βρήκε έτοιμο και τον γιό. Τον μικρό Μανωλάκη. Χαρές, πανηγύρια, στην βάφτισή του, έκαναν γλέντι τρικούβερτο. Η μοναξιά που ένιωθε η Μαρίκα όταν έλειπε ο άντρας της τώρα είχε κάνει φτερά. Αφοσιώθηκε στον μικρό Μανώλη που τον μεγάλωνε σαν αρχοντόπουλο.
‘Εκείνο  πρωινό η Μαρίκα σηκώθηκε κακόκεφη. Ένα βάρος ένιωθε ότι της πλάκωνε την ψυχή. Ξύπνησε τον γιό της και τον ετοίμασε για το σχολείο. Ύστερα κατέβηκε στην αγορά να ψωνίσει. Στο δρόμο συνάντησε τον ταχυδρόμο.
-Μαρίκα, έχω ένα τηλεγράφημα για σένα, της είπε και της το έδωσε.
Το άνοιξε με τρεμάμενα χέρια. Ήταν από τον αδερφό της.
«Επιστρέφουμε στο νησί. Ο Παναγιώτης είχε ένα ατύχημα» έγραφε.
Γεμάτη αγωνία γύρισε στο σπίτι.
-Μάνα κακά μαντάτα. Ο Παναγιώτης, κάτι έχει συμβεί στον Παναγιώτη. Μου έστειλε ο Γρηγόρης τηλεγράφημα. Έρχονται  πίσω. Ατύχημα γράφει. Ω! θεέ μου θα τρελαθώ!
Το καΐκι επέστρεψε σε δυο ημέρες. Ο Παναγιώτης είχε γλιστρήσει μπερδεύτηκε το πόδι του σε κάτι σκοινιά και χτύπησε στο κεφάλι. Όταν τον έφεραν ήταν σχεδόν σε αφασία. Ο γιατρός διέταξε αμέσως να μεταφερθεί στην Αθήνα σε νοσοκομείο. Την ίδια ημέρα μπήκαν στο πλοίο. Τον μετέφεραν με νοσοκομειακό στον Ευαγγελισμό. Εσωτερικό αιμάτωμα. Οι γιατροί έκαναν ότι μπορούσαν. Ο Παναγιώτης όμως έφυγε άδικα, τόσο νέος…..
Η Μαρίκα επέστρεψε στο νησί. Μαυροφορέθηκε άλλη μια φορά.
-Μανά θέλω να φύγουμε δεν με χωράει ο τόπος. Θέλω να πάμε στη Αθήνα να ζήσουμε.
Έτσι κι έγινε.
Ο αδερφός της ο Χρήστος  είχε τελειώσει πια το σχολείο. Βρήκε μια  καλή δουλεία στο λογιστήριο ενός εργοστασίου , και έγινε αυτός ο προστάτης της οικογένειας. Η Μαρίκα θέλησε να δουλέψει όμως δεν ήξερε γράμματα.
-Θα ανοίξω ένα μαγαζί με ρούχα είπε στη μάνα της. ένα ωραίο μαγαζί, μοντέρνο με έτοιμα ρούχα, στο Κολωνάκι. Είναι η καλύτερη περιοχή της Αθήνας. Θα δεις θα τα καταφέρω! Θα με βοηθήσει και Ο Χρήστος μας.
Σε πολύ μικρό διάστημα, έκανε τα εγκαίνια. Του έδωσε το όνομα
«Η ΚΟΚΕΤΑ»  Έφερε εμπορεύματα από την Ιταλία, ρούχα, φο μπιζού, καπέλα. Πελάτισσες της οι πιο πλούσιες, μοντέρνες Αθηναίες. Η Μαρίκα ήταν η βιτρίνα του μαγαζιού της πάντα καλοντυμένη, με κορμοστασιά και εμφάνιση μανεκέν. Όλα πήγαν όπως τα είχε σχεδιάσει. Δούλεψε σκληρά και πέτυχε. Ο Μανώλης της, σπούδασε δικηγόρος, παντρεύτηκε και η Μαρίκα έγινε γιαγιά δυο χαριτωμένων κοριτσιών, που την λάτρευαν.
Ο χρόνος όμως φέρθηκε σκληρά στην Μαρίκα. Λίγο – λίγο άρχισε να πιάνεται, τα χέρια της, τα πόδια της, η μέση της, αγκιλωτική αρθρίτιδα είπαν οι γιατροί. Άρχισε θεραπείες, μπάνια, μασάζ, κανένα αποτέλεσμα. Η κατάσταση της χειροτέρευε. Σε μικρό χρονικό διάστημα έπαψε να βγαίνει από το σπίτι. Το μπαστούνι είχε γίνει αναπόσπαστο μέλος της πια.
                                                         
      Ξανακοίταξε το πρόσωπό της στον καθρέφτη, αυτοί οι σκούροι λεκέδες της ηλικίας την ενοχλούσαν δεν μπορούσε να τους βλέπει… άφησε το μπαστούνι στην άκρη του κρεβατιού της, σκυφτά – σκυφτά πιάστηκε από την  άκρη της τουαλέτας , στάθηκε όρθια, πήρε την πούδρα και άρχισε να  ταμπονάρει  το πρόσωπό της,  μετά πέρασε λίγο κραγιόν στα χείλη της. Πάντα ένα ελαφρό βάψιμο ήταν το πρώτο μέλημά της κάθε πρωί που θα σηκωνόταν, την έκανε να νιώθει καλλίτερα .  
 « Ίσως έρθει κάποιος δεν θα πρέπει να με δει απεριποίητη», έλεγε,
μαζί με την καλημέρα της στον παλιό της φίλο, τον καθρέφτη της…
Ο κρυφός πόνος της καταστροφικής μανίας του χρόνου για την «κοκέτα» ήταν πληγή, μια πληγή αγιάτρευτη, μια πληγή που κάθε μέρα της έγλυφε την ψυχή και της ροκάνιζε τα σωθικά. Μα η Μαρίκα έπαιρνε δύναμη χαϊδεύοντας τις γραμμές του προσώπου της και αφήνοντας την φαντασία της να επιστρέφει στο αγαπημένο  παρελθόν. Στην εικόνα της γυναίκας που κρατούσε φυλαχτό, της γυναίκας που πάντα έβλεπε τον θαυμασμό ζωγραφισμένο στα μάτια όλων.

                                         Τ Ε Λ Ο Σ 

Δευτέρα 7 Μαΐου 2012

Η ΤΙΜΩΡΙΑ (πεζογράφημα)

Το να εκδόσεις καποιο βιβλίο θέλει χρηματα, και σημερα χρήματα δυστυχως δεν υπάρχουν για τέτοιες πολυτέλειες, γι αυτό σε οσους φίλους αγαπούν το διαβασμα αποφασισα να αναρτήσω ολα μου τα πεζά εδω... θα χαρώ να εχω τα σχόλια σας....Ευχαριστώ! Όλα ειναι κατοχυρωμένα!



             

                                                   Η ΤΙΜΩΡΙΑ

     
 Ντριιν!!!
Το τηλέφωνο της ενδοεπικοινωνίας που ήταν πάνω στο γραφείο της Νατάσσας χτύπησε . Εκείνη απάντησε πατώντας το κουμπί,
-Ναι.!
 Ήταν η φωνή της ιδιαιτέρας της
-Ο κύριος Ζαν σας ζητά στο γραφείο του.  
-Εντάξει έρχομαι αμέσως. 
Η Νατάσσα τεντώθηκε στην καρέκλα του γραφείου της . Κατόπιν μάζεψε τις σκόρπιες φωτογραφίες των μοντέλων που είχε μπροστά της, έσβησε το μισοτελειωμένο τσιγάρο της, και σηκώθηκε. Άνοιξε την πόρτα και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του Ζαν.
        - Καλημέραα! Είπε χαρούμενα σέρνοντας τον τόνο της φωνής της . Τι κάνουμε σήμερά; Πρωινός βλέπω, πώς κι έτσι;
        Ο Ζαν ήταν μισοξαπλωμένος πάνω στην δερμάτινη πολυθρόνα πίσω από το τεράστιο τέλεια επιμελημένο και καλοσιγυρισμένο  γραφείο του. Μόλις είδε την Νατάσσα να μπαίνει μέσα ,σηκώθηκε την πλησίασε και παίρνοντας το χέρι της το φίλησε σαν τέλειος ιππότης.    
        - Κάθισε κορίτσι μου, όταν σε βλέπω μου φτιάχνεις τη μέρα, δεν στο ‘ χω πει! Ήπιες καφέ;
       - Ναι σ΄ ευχαριστώ
        - Νατάσσα , το Σάββατο πετάω για Μιλάνο. Θέλω να έρθεις μαζί μου. Η επίδειξη μόδας που θα γίνει εκεί σε αφορά .Θέλω να κλείσεις δυο μοντέλα δικά μας για την πασαρέλα.
       - Ζανώ μου αδύνατον, του είπε χαϊδευτικά.. Η μικρή έχει στο σχολείο γιορτή και πρέπει να πάω οπωσδήποτε. Της το έχω υποσχεθεί.
        - Μη μου το κάνεις αυτό, υπολογίζω στη δική σου παρουσία. Της είπε .
       Η Νατάσσα τον πλησίασε και αγγίζοντας του τη μύτη χαϊδευτικά του είπε
       - Αδύνατον γλυκέ μου πρέπει να μάθεις να ζεις και χωρίς εμένα . Θα πάρεις τα μοντελάκια που θα σου κλείσω και θα πας.
        Ο Ζαν ήταν ο καλός της άγγελος . Ο πατέρας που είχε χάσει εδώ και δώδεκα χρόνια. Ήταν εκείνος που της έδωσε κουράγια , δύναμη και στέγη για να μπορέσει να συνεχίσει να ζήσει και να αναστήσει την μικρή   της Στέφη, όταν κατέβηκε στην Αθήνα από το χωριό της και βρέθηκε ολομόναχη μ’ ένα παιδί στα σπλάχνα της μέσα σ’ αυτή τη ζού
                                               

      Οι ετοιμασίες για το Πάσχα είχαν αρχίσει. Ήταν Μεγαλοβδομάδα. Τα σχολεία είχαν κλείσει και η Τασούλα το είχε ρίξει στο διάβασμα. Δεν έπρεπε να χάσει ούτε ώρα . Έπρεπε να περάσει οπωσδήποτε στο πανεπιστήμιο για να κατέβει στην Αθήνα, το χωριό δεν την κρατούσε πια. Ήθελε να πάει κοντά στο Στέφανο, στον αγαπημένο της Στέφανο που πριν ενάμιση χρόνο σχεδόν ,είχε περάσει στη Νομική, είχε φύγει μακριά της . Τον έβλεπε μόνο τις γιορτές και το καλοκαίρι στις διακοπές. Είχαν μεγαλώσει μαζί, στην ίδια γειτονιά, είχαν περπατήσει στους ίδιους δρόμους, είχαν εξομολογηθεί τα όνειρά τους ο ένας στον άλλον και είχαν νιώσει το ίδιο σκίρτημα  του έρωτα στις καρδιές του.
Πριν φύγει ο Στέφανος για την Αθήνα , της είχε ζητήσει να ολοκληρώσουν την σχέση τους , να γίνει για πάντα δική του. Και εκείνη χωρίς αναστολές , χωρίς δεύτερη σκέψη το είχε δεχτεί . Ήταν η ζωή της, τον αγαπούσε με όλη τη δύναμη της ψυχής της. Στη μικρή κλειστή επαρχιακή πόλη που ζούσε, όλοι λίγο πολύ ήξεραν το δεσμό τους . Μόνο ο πατέρας της δεν είχε ιδέα . Ήταν άνθρωπος παλαιών αρχών και δεν καταλάβαινε από έρωτες και κουραφέξαλα όπως έλεγε. Η μάνα της δεν είχε και πολύ λόγο μες το σπίτι « ότι πει ο πατέρας σου» έλεγε σε κάθε τι που η Τασούλα ζητούσε . Ήταν μοναχοκόρη, είχε δυνατό χαρακτήρα και πείσμα, ήθελε να πετύχει στη ζωή της και ήξερε ότι μόνο με τα γράμματα θα μπορούσε να πετύχει και προσπαθούσε να είναι καλή μαθήτρια , άριστη.
       Τελευταία τάξη του Λυκείου και τα όνειρά της θα γινόντουσαν αληθινά . Θα έφευγε επιτέλους από το χωριό. Η Αθήνα γι αυτήν ήταν κάτι μαγικό, έτσι την φανταζόταν. Με τον πατέρα της είχαν έρθει πολλές φορές σε σύγκρουση. Δεν ήθελε να την αφήσει να πάει μόνη της . Η Τασούλα είχε βάλει τον καθηγητή της να του μιλήσει και να τον πείσει Τα κατάφεραν με την συμφωνία ότι θα πήγαινε και η μάνα της μαζί.

-           Μάνα πάω στην εκκλησία . Φώναξε η Τασούλα.
Πήρε τη ζακέτα της και κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά χωρίς να περιμένει απάντηση.
« πρέπει να ήρθε ο Στέφανος» σκέφτηκε.
Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Θα περνούσε από το σπίτι του πριν πάει στην εκκλησία. Η μάνα του την αγαπούσε και έβλεπε με καλό μάτι τη σχέση τους. Άλλωστε η οικογένεια  της Τασούλας ήταν  από τις καλύτερες και τις πλουσιότερες του χωριού και η ίδια ένα πανέμορφο και καλό κορίτσι.
      -Κυρά Ελπίδα καλώς τα δέχτηκες. Άκουσε την γειτόνισσα να φωνάζει καθώς πλησίασε κοντά στο σπίτι του .
«Ήρθε , ήρθε» μονολόγησε και η καρδιά της άρχισε να χτυπά σαν τρελή. Θα ήταν μαζί για δεκαπέντε μέρες.
        Προχώρησε και σταμάτησε έξω από την αυλόπορτα . Η μητέρα του την καλωσόρισε.
-Καλησπέρα κυρία Ελπίδα, χρόνια πολλά , καλώς τα δέχτηκες της είπε η Τασούλα.
-Καλώς τα δεχτήκαμε κόρη μου, της είπε εκείνη και της έκλεισε πονηρά το μάτι. Πέρασε μέσα.
-Όχι! Όχι! Πείτε στο Στέφανο θα τον δω στην εκκλησία είπε και ένιωσε τα μαγουλά της να πετούν φλόγες.
Απομακρύνθηκε με γρήγορα βήματα και η κυρία Ελπίδα την καμάρωνε.
« Τι όμορφο κορίτσι που έγινε, στητό σαν λαμπάδα, ψηλό, με τα ξανθά της μαλλιά να πέφτουν σαν χείμαρρος στην πλάτη της…» την έφτυσε να μη τη  βασκάνει και μπήκε μέσα στο σπίτι.
Ο Στέφανος ήταν ξαπλωμένος στο μικρό ντιβανάκι του δωματίου.
- Σήκω αγόρι μου , μόλις τώρα πέρασε η Τασούλα , πάει στην εκκλησία , θα σε περιμένει εκεί .. Άντε σήκω!
Ο Στέφανος σηκώθηκε . Πήγε στο νιπτήρα και έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του . Ήταν ψηλός με μαύρα σγουρά μαλλιά , που τα είχε αφήσει να μακρύνουν από τότε που πήγε στην Αθήνα, με μουσάκι φοιτητικό και αέρα πρωτευουσιάνικο. Τώρα πια ξεχώριζε από τα άλλα συνομήλικά  του αγόρια του χωριού.
       Φόρεσε ένα λευκό πουκάμισο, τζιν παντελόνι και ένα δερμάτινο σακάκι .
-Μάνα φεύγω!
-Στο καλό αγόρι μου είπε η κυρία Ελπίδα και τον σταύρωσε καθώς έβγαινε από την πόρτα. Ήταν το καμάρι της.

Στον περίβολο της εκκλησίας ήταν μαζεμένα όλα τα παιδιά και γελούσαν λέγοντας διάφορα αστεία και πειράζοντας ο ένας τον άλλον. Μόλις έφτασε ο Στέφανος μονοπώλησε το ενδιαφέρον όλων. Σε κάποια στιγμή έσκυψε στην Τασούλα .
-Θα σε περιμένω πίσω από την μάντρα του Ντάνου . της είπε.
        Η Τασούλα μετά από λίγο ξέφυγε από την συντροφιά. Όταν έφτασε στο σημείο του ραντεβού τους ο Στέφανος ήταν ήδη εκεί. Έπεσε στην αγκαλιά του, φιλήθηκαν αμέτρητες φορές  πριν μιλήσει ο ένας στον άλλον. Μιλούσαν τα χείλη τους, τα κορμιά τους, τα μάτια τους.
       -Στέφανε  πόσο μου λείπεις!  Ψιθύρισε η Τασούλα με κομμένη σχεδόν την ανάσα της από τον πόθο.
       - Κι εμένα καρδιά μου είπε ο Στέφανος .  Δεν έβλεπα την ώρα να σε σφίξω στην αγκαλιά μου .  Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ!!!
        Τα χέρια του  ανεβοκατέβαιναν στο κορμί της ,την χάιδευαν με πάθος και το ίδιο παθιασμένα ανταποκρινόταν και εκείνη στο άγγιγμά του.  
       Ο αχυρώνας δίπλα στη μάντρα, έγινε η ερωτική φωλιά τους εκείνο τα βράδυ.

        Η περίοδος των εξετάσεων έφτασε. Η Τασούλα δεν ένιωθε πολύ καλά τον τελευταίο καιρό. Κάτι ζαλάδες, κακό στομάχι… Από το άγχος θα ‘ναι της έλεγε η μάνα της. Άμα με το καλό τελειώσεις θα περάσουν όλα.
       Ένα πρωί όμως καθώς σηκώθηκε από το κρεβάτι, της ήρθε μια σβυσμάρα  κι έπεσε κάτω. Ο πατέρας της ανησύχησε
-Να το πας το παιδί στο γιατρό. Είναι χλωμό κι αδύνατο. Είπε στη γυναίκα του. Άντε μη μας βρει καμιά συμφορά. Δεν τη βλέπεις που δεν έχει όρεξη;
Το άλλο πρωί κιόλας ξεκίνησαν με τη μάνα της να πάνε στο γιατρό. Η Τασούλα έτρεμε. Αν ήταν αυτό που φοβόταν; Τι θα έκανε;
Ο φόβος της δεν άργησε να βγει αληθινός. Ο γιατρός διέγνωσε εγκυμοσύνη. Και κεραυνός να είχε πέσει πάνω στο κεφάλι της μάνα της δεν θα την είχε αποσβολώσει έτσι. Έχασε το χρώμα της , έχασε τη μιλιά της , έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της . Το μόνο που μπόρεσε να ψελλίσει ήταν «ποιος;»
        Στην επιστροφή, η Τασούλα δεν έβγαλε ούτε μια λέξη από το στόμα της. Τα δάκρυα κυλούσαν στα μαγουλά της και χιλιάδες σκέψεις έτρεχαν στο μυαλό της . Έπρεπε να ειδοποιήσει τον Στέφανο. Εκείνος θα της έλεγε τι θα έκαναν. Όταν έφτασαν στο σπίτι  έτρεξε και κλειδώθηκε στην κάμαρά της . Το μεσημέρι ή μάνα της θα το έλεγε στον πατέρα της.
       Άστραψε και βρόντηξε ο κυρ-Αντώνης μόλις έμαθε τι είχε συμβεί. Αυτός που ήθελε πάντα να περπατάει με το κεφάλι ψηλά, με το μέτωπο καθαρό, που ήθελε την κόρη του υπόδειγμα , ντροπιάστηκε.
Χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι και φώναξε
-Να φύγει, δεν έχω πια κόρη. Με ξεφτίλισε. Να μαζέψει τα πράγματά της και να φύγει. Ποιος ξέρει με ποιόν πήγε κι έβγαλε τα μάτια της.
Η Τασούλα είχε κουρνιάσει στο κρεβάτι της και έτρεμε. Τον φοβόταν τον πατέρα της από μικρό παιδί. Τον φοβόταν και τον αγαπούσε. Άκουσε την αυλόπορτα να κλείνει με δύναμη και ταυτόχρονα την πόρτα της κάμαράς της να χτυπά . Σηκώθηκε και άνοιξε.
-Φωτιά που μας άναψες! Είπε κι άρχισε να συγυρίζει νευρικά το δωμάτιο παίρνοντας  ένα  ρούχο από τη μια μεριά και πηγαίνοντας στο στην άλλη. Τι να κάνω τώρα ; πώς να μερέψω το θεριό; Τόσα όνειρα είχαμε κάνει για σένα. Γιατί μας το ‘κανες αυτό; Ποιος είναι πες μου.
       Η Τασούλα δεν μιλούσε μόνο σκεφτόταν πώς θα ειδοποιούσε τον Στέφανο. Έπρεπε να τον πάρει τηλέφωνο.
      Όταν ξαναγύρισε ο πατέρας της είχε νυχτώσει. Κάτι πήγε να του πει η μάνα της μα δεν την άφησε.
-Να φύγει. Αύριο το πρωί να φύγει!!!
Η Τασούλα κατάλαβε πως αυτό που έλεγε το εννοούσε. Η πίκρα της είχε σταθεί  κόμπος στο λαιμό. Σηκώθηκε πήρε ένα μικρό σακίδιο έβαλε μέσα τα πράγματά της και σ’ ένα χαρτί έγραψε
« Σας αγαπώ. Ίσως ξαναβρεθούμε».
Περίμενε να πάνε για ύπνο και σιγά σιγά σαν κλέφτης, άνοιξε την πόρτα και έφυγε μέσα στη νύχτα.    
                                                



Φτάνοντας στην Αθήνα πήρε αμέσως τηλέφωνο τον Στέφανο.
-Στέφανε μόλις έφτασα στην Αθήνα . Είμαι στον σταθμό, δεν ξέρω που να πάω…Η φωνή της έτρεμε.
- Τι συμβαίνει ; τη ρώτησε ανήσυχος .
- Θα σου εξηγήσω….
- Περίμενέ με, έρχομαι αμέσως. Κοίταξε το ρολόι του ήταν πέντε το πρωί. Προσπάθησε να σκεφτεί τι μπορεί να είχε συμβεί και η Τασούλα ήταν στην Αθήνα. Βγήκε στο δρόμο, πήρε ένα ταξί και σε είκοσι λεπτά ήταν στον σταθμό. Η Τασούλα τον περίμενε φοβισμένη. Νόμιζε πως πέρασε ένας αιώνας μέχρι να τον δει να φτάνει. Με το ίδιο ταξί επέστρεψαν στο σπίτι του Στέφανου. Σε όλη τη διαδρομή η Τασούλα δεν βρήκε το θάρρος να του πει τι είχε συμβεί , μόνο είχε πέσει στην αγκαλιά του και έκλαιγε. Ο Στέφανος την χάιδευε γεμάτος απορία περιμένοντας να μάθει.
- Στέφανε, ο πατέρας μου με έδιωξε από το σπίτι. ψέλλισε, τον τελευταίο καιρό δεν ήμουν καλά. Είχα ζαλάδες, εμετούς και με την μάνα μου πήγαμε στο γιατρό… Είμαι έγκυος Στέφανε.
Τα τελευταία λόγια τα είπε σκύβοντας το κεφάλι, δεν ήθελε να δει την έκπληξη στα μάτια του. Ακούγοντας την ο Στέφανος, νόμισε πως έσκασε μια βόμβα μέσα στο κεφάλι του.
-Δεν είναι δυνατόν! Ψιθύρισε.
  Τραβήχτηκε από κοντά της . Πήγε προς το παράθυρο και για αρκετή ώρα έμεινε σαν χαμένος κοιτώντας έξω. Η Τασούλα έκλαιγε βουβά.
Όταν συνήλθε ο Στέφανος, πήγε στη κουζίνα της μικρής του γκαρσονιέρας  και έφτιαξε δυο καφέδες.
-Έλα! Έλα να πιεις ένα καφέ και θα δούμε τι θα κάνουμε. Της είπε. Πάρε ένα τσιγάρο.
Η Τασούλα δεν κάπνιζε. Όμως το πήρε. Με την πρώτη ρουφηξιά ένιωσε το στομάχι της να ανακατεύεται. Έτρεξε στην τουαλέτα . Ακούγοντας τον θόρυβο ο Στέφανος, μια ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί του. Ξαφνικά αισθάνθηκε την παρουσία της σαν ένα θηρίο που ήρθε να του ρουφήξει το αίμα . Δεν είχε καν το κουράγιο να την ρωτήσει αν ήταν καλά , αν ήθελε βοήθεια.
Η φοιτητική του ζωή κυλούσε τόσο όμορφα…και τώρα ήρθε εκείνη σαν μικρή μάγισσα να την αναστατώσει, να φέρει τα πάνω κάτω. Όχι δεν έπρεπε να γίνει αυτό. Τι θα έλεγε στους γονείς του, στους φίλους του. Τι θα γινόταν η καριέρα του. Πήρε το μπουφάν του, άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Νόμιζε ότι πνιγόταν , είχε ανάγκη από καθαρό αέρα. Έπρεπε να σκεφτεί.
Η Τασούλα  όταν έμεινε μόνη της  κατάλαβε βλέποντας την αντίδραση του Στέφανου, πως η ζωή της είχε γίνει συντρίμμια και τα  όνειρά της , άπιαστα πουλιά. Από δω και μπρος , ήταν μόνη, ολομόναχη, με ένα μωρό στα σπλάχνα της. Έπεσε στο κρεβάτι κλαίγοντας με αναφιλητά Χωρίς να το καταλάβει την πήρε ο ύπνος.
Ήταν πια μεσημέρι όταν επέστρεψε ο Στέφανος . Την βρήκε να κοιμάται. Κοιτάζοντας την αναρωτήθηκε αν την αγαπούσε πραγματικά. Αν αυτός ο εφηβικός , νεανικός έρωτας, του είχε περάσει. Άλλωστε όσο καιρό ήταν στην Αθήνα , όλο και κάποιες ψιλογνωριμίες και σχέσεις είχε κάνει με συμφοιτήτριές του .
       Πλησίασε κοντά της . Της χάιδεψε τα μαλλιά.
-Τασούλα σήκω είναι μεσημέρι. Πάμε να φάμε κάτι και          να συζητήσουμε.
            ¨Περπατώντας στον δρόμο, η Τασούλα ένιωσε την Αθήνα αφιλόξενη. Καθίσανε σε ένα fast food . Δεν είχε όρεξη για φαγητό, προτίμησε να πάρει μια σαλάτα..
-Τασούλα άκουσέ με , πρέπει να πάρουμε γρήγορα μιαν απόφαση. Πήγα και βρήκα ένα φίλο μου , είχε κι αυτός μια παρόμοια περιπέτεια. Μου είπε ότι έχει ένα γνωστό γιατρό, πολύ καλό που θα μας βοηθήσει. Σε μια -δυο ωρίτσες το πολύ όλα θα έχουν τελειώσει. Θα γυρίσεις πίσω και θα τους πεις ότι  είχε γίνει λάθος. Δεν πρέπει να αφήσεις το σχολείο σου … Σκέψου τι θα λένε στο χωριό… Άλλωστε μόλις τελειώσεις και ξανακατέβεις στην Αθήνα πάλι μαζί θα είμαστε. Σκέψου τα όνειρά μας , την καριέρα μου , τους γονείς μας… Εγώ θα κοιτάξω να βρω τα χρήματα που θα μας χρειαστούν. Σ΄ αγαπώ και το ξέρεις .
         Η Τασούλα τον άκουγε χωρίς να μιλάει .
- Πες μου σε παρακαλώ, συμφωνείς; Την ρώτησε
      Εκείνη πάλι δεν μίλησε . Άλλωστε τι να έλεγε , μήπως μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Έπρεπε να συμφωνήσει με την απόφασή του.

        Όλη την νύχτα δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι. Βλέποντας τον Στέφανο να κοιμάται δίπλα της , απορούσε πως ήταν δυνατόν να έχει τόσο ήσυχη την συνείδησή του.
       Το πρωί εκείνος σηκώθηκε πρώτος . Ντύθηκε βιαστικά, την φίλησε και φεύγοντας της είπε.
-Θέλω να μου έχεις εμπιστοσύνη. Φροντίζω για το καλό και των δυο μας . Θα βρω τον γιατρό και θα κλείσω ένα ραντεβού μαζί του. Ίσως το απόγευμα όλα να έχουν τελειώσει. Θα φέρω κάτι να φάμε το μεσημέρι απ’ έξω . Να με περιμένεις.
      Μόλις έκλεισε η πόρτα πίσω του , η Τασούλα  σηκώθηκε Έκανε ένα χλιαρό μπάνιο, ντύθηκε και βγήκε. Περπάτησε χαζεύοντας τις βιτρίνες και βάζοντας σημάδια για το δρόμο της επιστροφής . Προσπαθούσε να διώξει κάθε σκέψη από το μυαλό της . Η αντιμετώπιση  του Στέφανου την είχε τρομάξει Βρήκε πολύ κυνική την συμπεριφορά του, πολύ ψυχρή την λογική του.
« Πόσο πολύ έχει αλλάξει, θεέ μου» ! σκέφτηκε. Δεν μπορεί να είναι αυτός ο Στέφανος που τόσο πολύ αγαπούσε , που έκανε τόσα όνειρα , που ήταν το Α και το Ω στη ζωή της . Πώς θα ξαναγύριζε πίσω , πως θα αντίκρίζε τον πατέρα της , ποιος θα την πίστευε; ‘Όχι δεν είχε μούτρα να γυρίσει. Αν εκείνος το έβλεπε εύκολο για κείνη ήταν αδύνατον. Έπρεπε να σκεφτεί κάτι , να αποφασίσει μόνη της . Ο Στέφανος είχε γίνει θολή εικόνα μέσα στο μυαλό της .

-Όλα τακτοποιήθηκαν της είπε χαρούμενος μόλις γύρισε το μεσημέρι. Βρήκα και τα χρήματα από ένα φιλαράκι, έβγαλε ένα μάτσο χαρτονομίσματα και τα ακούμπησε επάνω στο γραφείο του, και  έκλεισα ραντεβού με το γιατρό για αύριο το πρωί.
          Την πήρε στην αγκαλιά του.
-Δεν θέλω να το βλέπω το κορίτσι μου στενοχωρεμένο. Εγώ είμαι εδώ! Θα δεις όλα θα πάνε καλά και απλά θα είναι σαν να ζήσαμε ένα κακό όνειρο για λίγο, έναν εφιάλτη.
          Η Τασούλα ξέφυγε από την αγκαλιά του και παίρνοντας την σακούλα  με το φαγητό , πήγε στην κουζίνα να ετοιμάσει το τραπέζι.
 - Κοριτσάκι, εγώ θα πεταχτώ μέχρι την σχολή, εσύ ξάπλωσε και το βράδυ θα σε ξεναγήσω στην πρωτεύουσα,. της είπε χαριτολογώντας μόλις  τελειώσανε και ανοίγοντας την πόρτα έφυγε σχεδόν τρέχοντας.
        Οι τελευταίες του λέξεις την έκαναν να νιώσει αηδία. Η ματιά της έπεσε πάνω στο γραφείο . Τα χρήματα που είχε φέρει ο Στέφανος , ήταν εκεί. Χωρίς δεύτερη σκέψη , τα πήρε , τα έβαλε στην τσάντα της , και έφυγε σαν να την κυνηγούσαν .Τώρα ήξερε πως έπρεπε να αντιμετωπίσει τη ζωή της ολομόναχη. Δεν έπρεπε να κλαίει τη μοίρα της .
« Θεέ μου δώσ’ μου δύναμη» ψέλλισε.

       Η πρώτη της σκέψη ήταν  να βρει ένα μέρος να μείνει και κατόπιν μια δουλειά.
       Ζήτησε καταφύγιο σε ένα μικρό ξενοδοχείο στην Πλάκα. Η ιδιοκτήτρια  την κοίταξε  περίεργα , μόλις ζήτησε ένα δωμάτιο.
-Σας συμβαίνει τίποτα δεσποινίς; Τη ρώτησε καθώς την είδε χλωμή και φοβισμένη.
-Οοχι!!  Απλά  δεν γνωρίζω την Αθήνα και… θα ήθελα ένα δωμάτιο.
-Την ταυτότητά σας μου δίνετε.
-    Ναι! Είπε η Τασούλα με σιγανή φωνή. Ορίστε.
-    Α! Είστε ανήλικη δεν μπορώ να σας εξυπηρετήσω. Λυπάμαι.
-Σας παρακαλώ . Βοηθήστε με είπε με μάτια  γεμάτα απελπισία η Τασούλα.
Η ξενοδόχος την πήρε στο σαλόνι.
-Κάθισε εδώ . Πως σε λένε . Πες μου τι σου συμβαίνει.
        Η Τασούλα μη μπορώντας να κάνει αλλιώς διηγήθηκε στην κυρία Θεανώ{ έτσι την έλεγαν} την ιστορία της .
-Άκουσέ με κορίτσι μου , δύσκολο δρόμο διάλεξες. Ίσως το παλικάρι να είχε δίκιο. Η Αθήνα είναι θεριό, έτοιμο να σε κατασπαράξει. Δεν θα τα καταφέρεις . Ξανασκέψου τι πας να κάνεις και γύρισε πίσω στους δικούς σου. Μια κακιά στιγμή ήταν . Κανένας γονιός δεν θέλει το κακό του παιδιού του . Έχω κι εγώ κόρη στην ηλικία σου. Να ξέρεις ότι τώρα θα έχουν τρελαθεί από την αγωνία τους και θα σε ψάχνουν παντού. Εγώ, θα σε κρατήσω να κοιμηθείς εδώ απόψε , όμως, θα μου υποσχεθείς ότι θα τους τηλεφωνήσεις  και θα τους πεις πως είσαι καλά. Μάνα είμαι και ξέρω.
        Η Τασούλα κράτησε την υπόσχεση που έδωσε στην κυρία Θεανώ. Μίλησε με την μητέρα της  και με αποφασιστικότητα της είπε πως θα έμενε οριστικά στην Αθήνα και θα επικοινωνούσε μαζί της συχνά. Εκείνη της ζήτησε να γυρίσει πίσω όμως η Τασούλα ήταν ανένδοτη. Άλλωστε η ενηλικίωσή της ήταν θέμα ημερών .
       Η κυρία Θεανώ την κράτησε κοντά της σαν σερβιτόρα στο μπαρ του ξενοδοχείου

        Είχαν περάσει δυο μήνες η Τασούλα ένοιωθε ότι ξαναβρήκε τον εαυτό της, είχε στέγη και δουλειά.
        Ένα πρωί η κυρία Θεανώ την φώναξε στο γραφείο της
-Τασούλα , ξέρεις πόσο σε εκτιμώ. Είσαι καλό κορίτσι και άξιο. Όμως ο καιρός περνάει και στην κατάστασή σου δεν μπορείς και δεν πρέπει να εργάζεσαι στο μπαρ. Με καταλαβαίνεις. Ίσως θα πρέπει να κοιτάξεις για κάποια άλλη δουλειά  … θα έχω κι εγώ το νου μου…
      Τα λόγια της κυρίας Θεανούς την έκαναν να παραλύσει. Κούνησε το κεφάλι της
-Σας καταλαβαίνω, είπε με σβησμένη φωνή.
Βγήκε από το ξενοδοχείο σαν υπνωτισμένη. Περπάτησε ώρα πολύ μέχρι που κουράστηκε. Δεν ήξερε που πήγαινε . Δεν ήθελε να γυρίσει πίσω. Μπήκε στο πρώτο λεωφορείο και κατέβηκε στην παραλία. Κοιτώντας την θάλασσα ένιωσε μια ηρεμία μέσα της . Χάιδεψε την κοιλιά της και πήρε δύναμη από το σπλάχνο της
« Θα τα καταφέρουμε. Μy baby
Κατέβηκε από το πεζοδρόμιο προσπαθώντας να διασχίσει την λεωφόρο. Ένας θόρυβος και ένας δυνατός πόνος στο στήθος της ήταν τα μόνα που θυμόταν όταν άνοιξε τα μάτια της στο κρεβάτι του νοσοκομείου.
-Που βρίσκομαι; Το μωρό μου! Μουρμούρισε.
      Μια νοσοκόμα την καθησύχασε.
-Μην ανησυχείς όλα είναι καλά!
-Το μωρό μου! Είπε η Τασούλα σφίγγοντας της το χέρι.
-Και το μωρό σας μια χαρά είναι. Είχατε ένα μικρό ατύχημα Δώστε μου αν θέλετε ένα τηλέφωνο να ειδοποιήσω τους δικούς σας..
-Δεν χρειάζεται , είπε ψυχρά.
       Εκείνη την στιγμή μπήκε μέσα στο δωμάτιο ένας γκριζομάλλης κύριος λίγο παχουλός , κρατώντας ένα μπουκέτο τριαντάφυλλά κατακόκκινα. Πλησίασε κοντά της.
-Τι κάνει η μικρή μας απρόσεκτη, που δεν θα συγχωρούσα ποτέ τον εαυτό μου αν έκανα έστω και μια  γρατσουνιά  σ’ αυτό το θεϊκό προσωπάκι, είπε και κόβοντας ένα τριαντάφυλλο από το μπουκέτο , της το πρόσφερε αφήνοντας τα υπόλοιπα στα πόδια της.
       Είχε μια τόσο γλυκιά φωνή γεμάτη καλοσύνη, που έκανε την Τασούλα, παρ’ όλο που πονούσε να χαμογελάσει.
-Να σας συστηθώ. Γιάννης Κορρές. Οι φίλοι μου με φωνάζουν Ζανώ Σχεδιαστής μόδας.
-Ο …. Ο Ζανώ , ο γνωστός σχεδιαστής…. Των περιοδικών, της τηλεόρασης;… είπε γεμάτη έκπληξη.
-Αυτοπροσώπως μικρή μου. Ήρθα να σε μαλώσω για το κακό που παρ’ ολίγο να κάνεις στον εαυτό σου και στην ψυχούλα που κουβαλάς μέσα σου. Τι είπε ο ευτυχής μπαμπάς του μωρού;
Το βλέμμα της Τασούλας σκοτείνιασε.
-Τι συμβαίνει μικρή μου; Είπα κάτι που σε στεναχώρεσε; Θέλω να πεις στην οικογένεια σου ότι όλα τα έξοδα του νοσοκομείου θα τα αναλάβω εγώ και ό,τι άλλο χρειαστεί.
       Η Τασούλα ξέσπασε σε κλάματα. Ο Ζανώ την κοίταξε γεμάτος έκπληξη.
- Δεν υπάρχει οικογένεια, δεν υπάρχει πατέρας, δεν υπάρχει τίποτα. Είπε. Μόνο εγώ, εγώ και το παιδί μου. Και ίσως θα ήταν καλύτερα τώρα να μην υπήρχα.
       Η φωνή της ήταν γεμάτη απελπισία
      -  Συγχωρέστε με , εσείς δεν φταίτε σε τίποτα. Ξαναείπε.
      Ο Ζανώ της χάιδεψε τρυφερά το χέρι .
- Μικρή μου ηρέμησε , όλα θα πάνε καλά. Θα έρθω πάλι αύριο και τα λέμε. Της έσφιξε το χέρι, σαν να ήθελε να της δώσει κουράγιο και γεμάτος απορία βγήκε από το δωμάτιο.
      Φεύγοντας, ρώτησε την νοσοκόμα και όντως τον διαβεβαίωσε ότι δεν υπήρχε κανένας δικός της.
  Πέρασαν δύο ημέρες ο Ζανώ δεν είχε φανεί. Ο γιατρός που την παρακολουθούσε, της είπε, ότι σήμερα μπορούσε να φύγει.
  « Να φύγω , να πάω που; Σκέφτηκε, πρέπει να τηλεφωνήσω στην κυρία Θεανώ. Δεν πρέπει να ξέρει που βρίσκομαι, πως θα γυρίσω πίσω; Ένιωθε σαν χαμένη.
       Σηκώθηκε, ντύθηκε και πήγε προς το παράθυρο. Βλέποντας όλη την Αθήνα μπροστά της κατάλαβε ότι ήταν σε κάποιο ψηλό κτήριο.
       «Μια απέραντη θολή τσιμεντούπολη, κι εγώ ένα μικρό κιτρινισμένο φύλλο που έπεσε από κάποιο δέντρο και ο άνεμος το παρασέρνει εδώ κι εκεί» Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.
        Η πόρτα του δωματίου της άνοιξε. Ο Ζανώ μπήκε μέσα χαμογελαστός.
- Καλημέρα μικρή μου Βλέπω είσαι ήδη έτοιμη. Πως είπαμε σε λένε;
- Τασούλα!
- Εγώ θα σε φωνάζω Νατάσσα, νομίζω σου πάει καλύτερα Έλα μπορούμε τώρα να φύγουμε.
       Η Τασούλα δεν βρήκε την δύναμη να τον ρωτήσει πού; Πώς; Γιατί; Τον ακολούθησε δείχνοντας του εμπιστοσύνη, άλλωστε τι άλλο θα μπορούσε να κάνει;
       Ο Ζανώ ήταν ένας επιτυχημένος σχεδιαστής μόδας από τους πιο γνωστούς . Είχε φτάσει στην ηλικία των πενήντα χρόνων, χωρίς να έχει φτιάξει δική του οικογένεια. Όλη του την αγάπη την είχε δώσει στη δουλειά του. Υπήρχαν στιγμές που ένιωθε να μετανιώνει γι αυτό. Όμως πάντα φευγαλέα. Η ζωή του ήταν γεμάτη από φίλους ,δεξιώσεις, ξενύχτια διασκέδαση, επιδείξεις μόδας.
- Νατάσσα το σπίτι μου είναι εδώ κοντά. Θα πάμε να ξεκουραστείς. Θέλω να μιλήσουμε. Απορώ πώς μια τόσο όμορφη κοπέλα σαν κι εσένα είναι δυνατόν, να είναι μόνη της, χωρίς οικογένεια, χωρίς σπίτι, με ένα μωρό που σε λίγους θα γεννηθεί…δεν ξέρω έχω μείνει έκπληκτος. Σου ζητώ να με δεις σαν πατέρα σου και να μου ανοίξεις την καρδιά σου.

   Το σπίτι του Ζανώ ήταν θεϊκό. Η Τασούλα δεν είχε ξαναδεί ποτέ σπίτι τόσο καλόγουστο, τόσο μεγάλο, ένιωσε σαν να μπήκε σ’ ένα παλάτι. Θέλησε να φανεί αντάξια του χώρου, δυνατή. Όχι δάκρυα, όχι κλάματα. Ίσως ο Ζανώ να ήταν ο καλός της άγγελος. Του είπε με κάθε λεπτομέρεια  τι της είχε συμβεί, πως η ζωή της είχε φτάσει να γίνει συντρίμμια και η καρδιά της να ραγίσει. Δεν ήθελε πια κανέναν. Το χωριό της και τον Στέφανο, τους είχε ξεγράψει.
-Θα σου κάνω μια πρόταση μικρή μου, εσύ θα αποφασίσεις. Έχω μια  εξοχική κατοικία στην Πάρο, δεν πηγαίνω πολύ συχνά, την φροντίζουν, ένα ζευγάρι από το νησί,  καλοί άνθρωποι, χρειάζονται βοήθεια , Τι θα έλεγες αν πήγαινες να μείνεις κοντά τους, μέχρι να γεννήσεις με το καλό και ύστερα βλέπουμε. Νομίζω είναι μια πολύ καλή ιδέα. Άλλωστε ο Σεπτέμβριος είναι ο καλύτερος μήνας για διακοπές . Ίσως έρθω και εγώ για λίγες μέρες.
-Κύριε Ζανώ δεν ξέρω πώς να σας ευχαριστήσω όμως …εγώ δεν….
-Μη σε νοιάζει για τίποτα , την διέκοψε εκείνος, δεν σου είπα να με δεις σαν πατέρα σου. Ε! λοιπόν αυτό να κάνεις. Θα ήμουν άλλωστε πολύ περήφανος αν είχα μια κόρη τόσο όμορφη όσο εσύ.
       Η Τασούλα δεν πίστευε στην καλή της τύχη. Έπεσε στην αγκαλιά του Ζανώ .
- Δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό που μου συμβαίνει είπε.
                                      


Μετά μια εβδομάδα κατέβηκαν στο νησί. Βλέποντας τη βίλα  του Ζανώ η {Νατάσσα πια} δεν μπόρεσε να κρύψει τον ενθουσιασμό της. Μια ολόλευκη υπέροχη κατοικία με θέα το απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου. Ο κήπος και η πισίνα της θύμισαν σκηνή από κινηματογραφική ταινία. Και τώρα θα ήταν  εκείνη  ηρωίδα σ’ αυτό το υπέροχο παραμύθι . Ο Ζανώ την γέμισε ρούχα, καλλυντικά, δώρα που ούτε στα πιο τρελά της όνειρα δεν είχε φανταστεί.
       Οι μήνες περνούσαν , η εγκυμοσύνη της Νατάσσας κυλούσε ομαλά . Ο Ζανώ είχε κατέβει αρκετά Σαββατοκύριακα φέρνοντας μαζί του φίλους  για να γνωρίσουν την προστατευόμενή του και το βαφτιστήρι του που περίμενε με την ίδια λαχτάρα της Νατάσσας.
       Μια βδομάδα πριν γεννήσει ανέβηκε στην Αθήνα, ο Ζανώ είχε κανονίσει τα πάντα. Είχε εύκολη γέννα , και μέσα σε λίγες ώρες, μια χαριτωμένη κορούλα έσφιγγε στην αγκαλιά της.
                                            V
      Η Νατάσσα έμεινε στο νησί τέσσερα χρόνια. Δεν ήθελε να γυρίσει στην Αθήνα. Εκεί έκαναν και την βάφτιση της μικρής . Η Νατάσσα θέλησε να την ονομάσει Στεφανία, έτσι για να έχει κάτι από τον πατέρα της που ίσως να μην γνώριζε ποτέ.  Ο Ζανώ οργάνωσε ένα γλέντι που μιλούσε όλο το νησί για καιρό.  Όλοι οι επώνυμοι της  αθηναϊκής κοινωνίας ήταν καλεσμένοι του. Ένοιωθε πολύ ευτυχισμένος.  Είχε αποκτήσει μια οικογένεια.  Συχνά πυκνά ζητούσε από την Νατάσσα ν΄ ανεβεί στην Αθήνα, ν’ αναλάβει ένα μέρος από την επιχείρηση του και σιγά- σιγά να ξαναφτιάξει τη ζωή της. Ήταν τόσο νέα ακόμα.  Σίγουρα είχε ανάγκη από έναν καινούργιο έρωτα, μια σχέση που θα την έκανε ν΄ ανοίξει πάλι τα φτερά της. Να νιώσει γυναίκα.  Εκείνη είχε αρνηθεί. Ήθελε να μεγαλώσει το παιδί της μόνη της   Η μικρή Στέφη λάτρευε το νονό της και εκείνος δεν της χαλούσε κανένα χατίρι. Μάλιστα ανεβοκατέβαινε στο νησί σχεδόν κάθε βδομάδα για να είναι μαζί τους όσο γινόταν συχνότερα 
-Ζανώ τώρα που η μικρή ξεπετάχτηκε,  αποφάσισα να δεχτεί την πρότασή σου . Θα ανέβω μαζί σου στην Αθήνα .
-Ω! Μικρή μου με κάνεις τόσο ευτυχισμένο. Αυτή είναι η απόφαση που περίμενα να πάρεις τόσο καιρό της είπε και παίρνοντας τα χέρια της μέσα στα δικά του τα φίλησε τρυφερά.  Την αγαπούσε σαν πραγματική του κόρη.
Μπήκε γρήγορα στο πνεύμα της δουλειάς και σε λίγο καιρό έγινε  η ψυχή της επιχείρησης .
                                           



Πέρασαν δώδεκα χρόνια. Τώρα η Νατάσσα ήταν μια γυναίκα ανεξάρτητη, γεμάτη ενέργεια, δύναμη. Το μικρό πληγωμένο κορίτσι με την απελπισία ζωγραφισμένη στο βλέμμα, είχε χαθεί για πάντα.   Σπάνια έκανε flash back στο παρελθόν. Με τους γονείς της, μιλούσε κατά διαστήματα στο τηλέφωνο. Η μητέρα της την παρακαλούσε να πάει στο χωριό να δει το εγγονάκι της.  Όμως εκείνη αρνιόταν. Πίστευε ότι αυτή ήταν η τιμωρία τους. Τα σημάδια της δεν είχαν σβήσει ακόμα.
                Η Στέφη, αυτή τη χρονιά τέλειωνε το δημοτικό. Το σχολείο της έκανε γιορτή για το τέλος της σχολικής  χρονιάς  Τα παιδιά με την βοήθεια των δασκάλων είχαν ετοιμάσει διάφορα σκετσάκια και ποιήματα Η Νατάσσα παρ’ όλο που είχε πολύ φορτωμένο πρόγραμμα ακύρωσε τα πάντα προκειμένου να βρεθεί στη χαρά της κορούλας της. Όταν έφτασε, η γιορτή είχε ήδη αρχίσει. Κάθισε πίσω στα τελευταία καθίσματα και παρακολουθούσε την εκδήλωση.  Στο διάλειμμα σηκώθηκε και βγήκε για ένα τσιγάρο. Ήταν η στιγμή που έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της.  Δυο γνώριμα μάτια είχαν καρφωθεί στα δικά της Τα μάτια του Στέφανου την κοιτούσαν με  ένα τρόπο που έδειχνε σαν να μην ήταν σίγουρος πως ήταν αυτή. Άλλωστε εκείνος θυμόταν ένα δειλό φοβισμένο πλάσμα και έβλεπε μπροστά του μια όμορφη μοντέρνα γυναίκα γεμάτη αυτοπεποίθηση . Δεν ήταν μόνος, μια κοπέλα τον κρατούσε αγκαζέ και ένα ζευγάρι ηλικιωμένων συζητούσε μαζί τους.
Τα παιδιά άρχισαν να καταφθάνουν, αναζητώντας τους γονείς τους.
-Μαμά, μαμά! Φώναξε η Στέφη και έτρεξε κοντά της .
-Πως σου φανήκαμε ; Εγώ θα βγω στο δεύτερο μέρος
       Βλέποντάς την ο Στέφανος γούρλωσε τα μάτια του γεμάτος έκπληξη.  Σίγουρα, στο πρόσωπό της, είδε τον Στέφανο μικρό. Έμοιαζαν τόσο πολύ… Αυτή του η έκπληξη έκανε τη Νατάσσα να ξαναβρεί την αυτοπεποίθηση της.  Πήρε την μικρή από το χέρι και πήγαν προς το κυλικείο του σχολείου.
        Όταν τελείωσε η γιορτή ήταν σίγουρη ότι ο Στέφανος είχε δει την κόρη του να απαγγέλλει το ποίημά της.  Δεν μπορούσε να ξέρει τι ένοιωσε όμως ήταν σίγουρη ότι είχε φάει μια μαχαιριά στην καρδιά, ίδια με αυτή που της είχε καρφώσει πριν δώδεκα χρόνια.
       Φτάνοντας στο αυτοκίνητό της τον είδε να τρέχει πίσω της
-Τασούλα !!!  φώναξε
  Εκείνη γύρισε, και όσο πιο ψυχρά μπορούσε του είπε¨
-Δεν σας γνωρίζω κύριε , κάποιο λάθος κάνετε.
       Ο Στέφανος κατάλαβε  Σταμάτησε σαν να τον κάρφωσαν στη γη.
Η Νατάσσα μπήκε στο αυτοκίνητό της και ξεκίνησε.  Ένιωσε ικανοποιημένη η τιμωρία είχε χτυπήσει και την πόρτα του Στέφανου…
Καθώς απομακρυνόταν το αυτοκίνητο κοίταξε τον Στέφανο από τον καθρέφτη, είχε μείνει  στην ίδια θέση ακίνητος σαν στήλη άλατος. Ένα χαμόγελο ειρωνείας και ικανοποίησης,  έκανε την εμφάνιση του στα χείλη της . Ξαφνικά έσπασαν τα δεσμά της που την κρατούσαν δεμένη σε μια αόρατη φυλακή . Ένιωσε ελεύθερη. Τώρα, μπορούσε να πει με σιγουριά ότι το μέλλον ήταν δικό της.


 

                                    ΤΕΛΟΣ