Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

«ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ ΕΝ ΤΗ ΕΡΗΜΩ»


                 
       Βλέποντας τι συμβαίνει γύρω μου καθημερινά ,αναρωτιέμαι αν είναι αυτή η πόλη μου, η χώρα μου, η πατρίδα μου που τόσο αγαπώ και που έμαθα να την αγαπώ μέσα από τα σχολικά μου βιβλία από τους δασκάλους μου ,από την οικογένειά μου.
       Αναρωτιέμαι αν το ήθος , το φιλότιμο , ο σεβασμός που μου δίδαξαν ήταν ένα όνειρο που το είδα μόνο εγώ. Μήπως ονειρεύτηκα τη γειτονιά μου με τα ορθάνοιχτα παράθυρα τις νύχτες του καλοκαιριού χωρίς τον φόβο του κλέφτη , με τον αστυνόμο να τριγυρνά σε κάθε τετράγωνο εκτελώντας υπηρεσία για να προστατέψει εμένα , τον πολίτη , γιατί αυτό ήταν το καθήκον του και γι αυτό αγωνίζονταν συνειδητά.
        Αναρωτιέμαι αν ήταν όνειρο ο σεβασμός  «προς τους μεγαλύτερους»όπως μου έλεγε ο πατέρας μου ,που το είχα κάνει κτήμα μου και που το κουβαλάω ακόμη και τώρα κι ας είμαι εγώ η «προς τους μεγαλύτερους»
         Αναρωτιέμαι αν τα όσα έμαθα για την αγάπη προς την πατρίδα , τα διδάχθηκα μόνο εγώ γιατί σήμερα την βλέπω να παζαρεύεται και να ξεπουλιέται . Να έχει γίνει «πατρίδα» όλων των φυλών της γης .Ανθρώπων που δεν την αγάπησαν ποτέ και που στερούν από εμένα το δικαίωμα να την απολαμβάνω.
          ΟΛΑ ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ.
         Νιώθω να με γεμίζουν φόβο οι νύχτες . Σφραγίζω τα παράθυρά μου, βάζω συναγερμούς στο σπίτι μου, στα αυτοκίνητό μου, σφίγγω την τσάντα μου επάνω μου όταν κυκλοφορώ  στο δρόμο, υποπτεύομαι όποιον με πλησιάζει, και βέβαια ανέχομαι καθημερινά να με δουλεύουν ολοι αυτοι που με έφεραν σ αυτην την κατάσταση, της φτώχειας, και της εξαθλιωσης. Πονάω, ματώνω, υψώνω την φωνή μου όμως μένει.....                       
                       «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ ΕΝ ΤΗ ΕΡΗΜΩ»




   


Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

ΚΥΝΗΓΩΝΤΑΣ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ......(Διήγημα)


Η ζωή μου άρχισε σε μια πόλη της Ασίας, εκεί άνοιξα για πρώτη φορά τα μάτια μου εκεί είδα το πρώτο φως του ήλιου μέσα από τα κάγκελα ενός άθλιου ορφανοτροφείου. Πατέρας, μάνα άγνωστοι. Μεγάλωσα μαζί με δεκάδες άλλα παιδιά με ένα όνειρο, «την ελευθερία».
Στα δεκατέσσερα μου χρόνια απέκτησα τον τίτλο του δραπέτη Ναι! Έφυγα κρυφά μια νύχτα χωμένος μέσα σ ένα παλιό φορτηγό που έφερνε τα ξύλα στο μαγειρείο . Τρύπωσα μέσα και όλη την νύχτα κουρνιασμένος στην καρότσα σκεπασμένος με κάτι τσουβάλια δεν ‘ήξερα που πήγαινα, μόνο ένιωθα το σώμα μου να χοροπηδάει σε  κακοτράχαλους δρόμους.
Ήμουν πια ένας δραπέτης που δεν θα τον αναζητούσε κανείς, ένας δραπέτης ελεύθερος.
Προσπαθούσα με πολύ κόπο να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά, να μην με πάρει ο ύπνος. Πέρασαν ώρες, δεν μπορούσα να καταλάβω πόσες, μέχρι που σταματήσαμε. Πριν προλάβει να βγει ο οδηγός έξω, πήδηξα από την καρότσα και έτρεξα  σε κάτι χαλάσματα.
 Ήταν ένα μισογκρεμισμένο παλιό σπίτι. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που νόμιζα πως θα με προδώσει. Η πείνα είχε αρχίσει να μου τρυπάει το στομάχι. Eίχα να φάω δύo μέρες. Το φαγητό μου το είχα δώσει στον συγκάτοικο μου με την συμφωνία πως δεν θα μαρτυρούσε σε κανέναν την φυγή μου.
 Άκουσα την μηχανή του φορτηγού να παίρνει πάλι μπροστά και να φεύγει.  Ίσως ο οδηγός είχε σταματήσει για την ανάγκη του. Κάθισα σε μια γωνιά και περίμενα να ξημερώσει. Η ψυχή μου ήταν γεμάτη οργή για τα πάντα. Για την ζωή μου, για τους γονείς  που δεν γνώρισα ποτέ, για τους ανθρώπους που με μεγάλωσαν  με ξύλο και με φοβέρα, για τις κρύες νύχτες που περνούσα γεμάτες μοναξιά, για την αγάπη που δεν πήρα, για το χαμόγελο που δεν έσκασε  ποτέ στα χείλη μου Οργή! Οργή! Οργή!
Ξημέρωσε, λαγοκοιμόμουν, άνοιξα τα μάτια μου, βγήκα από τα χαλάσματα και κοίταξα γύρω μου. Ερημιά…… Σήκωσα τα μάτια μου ψηλά στον ουρανό. Ήταν καθαρός, γαλάζιος δεν χόρταινα να τον κοιτάζω λες και τον έβλεπα για πρώτη φορά τα μικρά λευκά σύννεφα που απλώνονταν στο βάθος έμοιαζαν  σαν φιγούρες από χιονισμένα μονοπάτια. Πήρα τον δρόμο προς το άγνωστο που με περίμενε. Περπατούσα τρεις ώρες περίπου, όταν έφτασα σε ένα μικρό χωριό. Τα σπίτια του ήταν σαν καλύβες φτιαγμένες από άχυρο και λάσπη.  Οι λιγοστοί άνθρωποι που περπατούσαν στον δρόμο ούτε που γύρισαν να με κοιτάξουν. Στην άκρη του δρόμου πάνω σε μια πέτρα καθόταν ένας συνομήλικος μου, είχε στα χέρια του μια μικρή πίττα  και ήταν έτοιμος να την καταβροχθίσει.
-Έχεις κάτι και για μένα να φάω ; τον ρώτησα
Μου έριξε μια ματιά από την κορφή μέχρι τα νύχια, στο βλέμμα του είδα  οίκτο,
-Περίμενε! Η μάνα ψήνει κι άλλες μέσα…. Έφυγε και γύρισε κρατώντας δυο πίττες ζεστές ξεροψημένες.
-Να! Πάρε!!!
Τις άρπαξα και με βουλιμία άρχισα να τις κατεβάζω στο στομάχι μου χωρίς ανάσα.
-Πείναγες πολύ…. Μου είπε
Τον είδα να κοιτάζει τα παπούτσια μου. Ήταν σκισμένα και τους έλειπαν τα κορδόνια.
-Από πού είσαι; με ρώτησε
-Σ ευχαριστώ φίλε, πρέπει να φύγω  είπα κι έκανα μεταβολή για να γλυτώσω την απάντηση που περίμενε… Α! θα μου δώσεις και λίγο νερό;
Εκείνη την ώρα ένας άντρας βγήκε από την πόρτα του σπιτιού και ήρθε προς το μέρος μας
-Ποιος είσαι σύ; Με ρώτησε από πού ήρθες;
-Ψάχνω για δουλειά. Είπα προσπαθώντας να δώσω δύναμη στην φωνή μου.
-Πως σε λέμε;
-Χασάν…..
-Εδώ εμείς χρειαζόμαστε χέρια να μαζέψουμε την σοδειά! Αν θέλεις μείνε… θα τρως θα κοιμάσαι μαζί με τους άλλους εκεί ( μου έδειξε ένα χτίσμα ) και θα βγάζεις και ένα μεροκάματο.
Ο συνομήλικος μου, κούνησε το κεφάλι του  γνέφοντας μου να πω ναι…
-Εντάξει είπα… και άλλο που δεν ήθελα.

Η δουλεία ήταν βαρεία για ένα παιδί  δεκατεσσάρων χρονών. Από το πρωί μέχρι το βασίλεμα του ήλιου μαζεύαμε και δεματιάζαμε σανά, Το φαγητό λίγο και άθλιο. Έπεφτα το βράδυ ψόφιος από την κούραση, πάνω σε ένα στρώμα που σε κάθε μου γύρισμα ένιωθα να χώνονται μέσα στο κορμί μου ακανόνιστοι γρόμποι σαν πέτρες. Με τον συνομήλικο μου γίναμε φίλοι, δούλευε κι αυτός μαζί. Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν γιός του αφέντη μας .όμως όχι… τον είχε πάρει από πολύ μικρό κοντά του όταν σκοτώθηκαν οι δικοί του σε μια έκρηξη στο εργοστάσιο που δούλευαν. Ορφανός κι αυτός σαν κι εμένα …
Το βράδυ που πηγαίναμε για ύπνο μου διηγιόταν ιστορίες που είχε ακούσει για χώρες της Ευρώπης της Αμερικής.
« Εκεί μου έλεγε, η ζωή είναι γεμάτη πλούτο, καλό φαγητό,  όμορφα ρούχα και σπίτια».
Έτσι σιγά- σιγά αρχίσαμε να κάνουμε όνειρα πως θα μαζεύαμε λεφτά και θα φεύγαμε. Στο παιδικό μας μυαλό φάνταζε σαν τον παράδεισο… Εκεί δεν είχε πείνα, δεν είχε σκλαβιά, δεν είχε ξύλο…. Από τους μεγάλους εργάτες ακούγαμε για τους φίλους τους που είχαν πάει σ αυτά τα μέρη και έστελναν λεφτά στις οικογένειές τους.
Πέρασαν δυο χρόνια. Την μια ημέρα διαδέχονταν άλλη, ίδια κι απαράλλακτη. Το μικρό μεροκάματο γέμιζε  το τσίγκινο κουτί της ελπίδας μου.
Ένα πρωί η γυναίκα του αφέντη βγήκε από το σπίτι κλαίγοντας γοερά, χτυπώντας τα μαγουλά της με τα δυο της χέρια και φωνάζοντας. Τρέξαμε όλοι. Ο αφέντης ήταν νεκρός από το στόμα του είχε τρέξει αίμα. Από καιρό τον ακούγαμε που έβηχε περίεργα.  Σε λίγους μήνες ο νέος αφέντης άρχισε να διώχνει τους παλιούς εργάτες φέρνοντας νέους δικούς του. Μαζί με τους άλλους κι εμένα. Ο φίλος μου με ακολούθησε, είχε πιστέψει στο όνειρο μας. Μάζευε κι εκείνος τα λεφτά της λευτεριάς μας από την μιζέρια.
-Θα έρθω μαζί σου Χασάν! Δεν έχω κανέναν άλλον κι εγώ εδώ. Είσαι αδερφός πια για μένα.

Πήραμε τα ελάχιστα πράγματά μας, αποχαιρετήσαμε την μάνα (έτσι φωνάζαμε την γυναίκα του αφέντη) και τραβήξαμε όπου θα μας πήγαινε η τύχη μας. Ζητήσαμε δουλεία, μα παντού άρνηση. Αποφασίσαμε να κατέβουμε στο λιμάνι. Εγώ δεν είχα ξαναδεί θάλασσα ποτέ. Περάσαμε την νύχτα μας προσπαθώντας να κοιμηθούμε πάνω σε κάτι δίχτυα ψαράδων. Η υγρασία μας περόνιασε τα κόκαλά. Το πρωί που μας βρήκε ο ιδιοκτήτης άρχισε να φωνάζει νομίζοντας ότι ήμαστε κλέφτες. Ο φίλος μου του εξήγησε ότι ψάχνουμε τρόπο να φύγουμε σαν λαθρομετανάστες. Του είπε πως είχαμε λεφτά να πληρώσουμε. Η τύχη στάθηκε με το μέρος μας, μας  είπε να περιμένουμε και σε δυο ώρες θα είχε νέα. Κάναμε μια βόλτα χαζεύοντας τα πλοία. Πελώρια υψώνονταν μπροστά μου προκαλώντας μου φόβο. Η θάλασσα ήταν ήρεμη, γαλήνια, απλωνόταν και χάνονταν στον ορίζοντα. Είχε μια μαγεία που με μαγνήτιζε. Η επιθυμία μου να ταξιδέψω είχε πλημμυρίσει την ψυχή μου.
-Λες να είμαστε τυχεροί; Ρώτησα τον φίλο μου
Σε δύο ώρες επιστρέψαμε. Ο βαρκάρης μας περίμενε.
-Λοιπόν ακούστε, τα μεσάνυχτα θα φύγει μια φουρνιά σαν κι εσάς, με ένα καΐκι, έχει λίγο μπότζι αλλά δυνατοί φαινόσαστε δεν θα έχετε πρόβλημα… σε μένα θα δώσετε μπαξίσι λίγα, τα άλλα στον καπετάνιο… ο Ομάρ μας στέλνει θα του πείτε. Θα σας πάω εγώ μέχρι εκεί με την βάρκα. Άντε.. και τα μεσάνυχτα σας περιμένω εδώ….. 
Τον άκουγα σαν μαγεμένος μου φάνηκε πολύ εύκολο για να είναι αληθινό. Δεν τόλμησα να του πω ότι δεν ήξερα κολύμπι, ούτε να ρωτήσω τι σήμαινε μπότζι.
Αρχίσαμε να τριγυρίζουμε στο λιμάνι μέχρι να περάσει η ώρα. Παντού φωνές, φασαρία, εμπορεύματα άλλα για φόρτωμα, άλλα για ξεφόρτωμα, αυτοκίνητα, καρότσια, μηχανήματα… εικόνες που δεν είχα ξαναδεί ποτέ στην ζωή μου. Από κάποιον πλανόδιο μικροπωλητή πήραμε μερικά κουλούρια. Φάγαμε από ένα και τα άλλα τα χώσαμε μέσα στις τσέπες μας για το ταξίδι.
Η αναμονή ήταν βασανιστική. Κάθε περαστικό που βλέπαμε να φοράει ρολόι ρωτούσαμε την ώρα. Κυλούσε τόσο αργά….
Λίγο πριν τα μεσάνυχτα επιστρέψαμε στο σημείο που θα μας περίμενε ο βαρκάρης. Ήταν εκεί με άλλους τρεις νεαρούς άντρες.
-Πηδήξτε μέσα! μας είπε.
Έβαλε μπροστά την μηχανή και ξεκινήσαμε. Περίπου μια ώρα πηγαίναμε ακτή –ακτή. Σκοτάδι πίσσα. Μας κατέβασε σε ένα μικρό λιμανάκι
Θα πάρετε το μονοπάτι μας είπε και θα το δείτε στην στροφή. Βγάλαμε και του δώσαμε ένα μικρό μέρος από τα λεφτά μας όπως μας είχε πει.
-Να! πάρετε κι αυτό το μουσαμά θα σας χρειαστεί μας είπε.
Πήραμε το μονοπάτι και οι πέντε,  αμίλητοι, στο μυαλό μας τρέχανε χιλιάδες σκέψεις. Το δικό μου το είχε παραλύσει  ο φόβος. Από μακριά άρχισα να διακρίνω κάποιες φιγούρες στο σκοτάδι να κινούνται, όμως κανένα πλοίο. Φτάσαμε. Περισσότεροι από εκατόν πενήντα άνθρωποι ήταν στην μικρή προβλήτα, άντρες, γυναίκες ακόμα και μικρά παιδιά. Περιμέναμε περίπου ένα τέταρτο όταν από μακριά φάνηκε ένα μικρό καΐκι να έρχεται. Άραξε μπροστά μας κι αρχίσαμε να στριμωχνόμαστε όλοι μέσα.
-Τι είναι τούτο ; είπα στον φίλο μου σιγά κοιτάζοντας τον στα μάτια. Μ’ αυτό θα ταξιδέψουμε;
Με κοίταξε κι αυτός. Το βλέμμα του ήταν γεμάτο απορία και φόβο, δεν μίλησε.
Στην φαντασία μου είχα φτιάξει το πλοίο που θα μας έπαιρνε μακριά, μεγάλο σαν κι αυτά που αντίκρισα  όταν φτάσαμε στο λιμάνι.
-Καθίστε όλοι κάτω! Μας είπε σιγά μα επιτακτικά, ένας μαυριδερός άντρας με γένια. Δεν θα κουνηθεί κάνεις και δεν θα μιλήσει κανείς. Όποιος τολμήσει το αντίθετο θα τον ρίξω στην θάλασσα.
Ένας άλλος που ήταν μαζί του περνούσε από τον καθένα μας μπροστά και έβαζε μέσα σε ένα σακούλι πάνινο τα λεφτά, μετρώντας τα στο σκοτάδι. Κάποια στιγμή στην άλλη άκρη του καϊκιού ακούστηκε ένας περίεργος θόρυβος και μετά κάποιος να πέφτει  στην θάλασσα.
-Τον πέταξε μέσα! είπε κάποιος ψιθυριστά. Δεν θα ‘χε να πληρώσει!
Όλα αυτά έγιναν τόσο γρήγορα… ο δεύτερος άντρας  με το σακούλι πήδηξε  έξω, και το καΐκι, άρχισε να γλιστράει στο νερό και να απομακρύνεται από την ακτή.
Το αγιάζι της νύχτας μας τρυπούσε τα κόκκαλα είχαμε στριμωχτεί ο ένας δίπλα στον άλλον. Όταν απομακρυνθήκαμε αρκετά από την ακτή το καΐκι άρχισε να χοροπηδάει σαν καρυδότσουφλο πάνω στο κύμα, η θάλασσα μας χτυπούσε στο πρόσωπο, και τα ρούχα μας  άρχισαν να στάζουν. Ρίξαμε επάνω μας τον μουσαμά που μας είχε χαρίσει ο βαρκάρης. «θα σας χρειαστεί, μας είχε πει και είχε δίκιο».  Δίπλα μου είχε καθίσει μια νέα γυναίκα με ένα μικρό παιδί, το έσφιγγε στην αγκαλιά της και κάθε φορά που άνοιγε το στόμα του να μιλήσει με την παλάμη της του το έκλεινε ψιθυρίζοντας του «σσσς!!!». Ο άντρας στο πλάι της προσπαθούσε με απλωμένο το χέρι του στους ώμους της να τους προστατεύσει… Ένα αγκαθάκι ζήλεια ένιωσα να  τρυπάει την καρδιά μου βλέποντας το μικρό χωμένο μέσα στην αγκαλιά της μάνας του, εγώ δεν είχα νιώσει ποτέ αυτήν την αγκαλιά . Το κλάμα μου πάντα το ακολουθούσε τιμωρία στο σκοτεινό δωμάτιο, πολλές φορές και στέρηση του φαγητού, …πόσο λαχταρούσα μια αγκαλιά της κρύες νύχτες όταν ο ουρανός γέμιζε αστραπές  και η βροχή χτυπούσε με δύναμη πάνω στις λαμαρίνες της αυλής… κουλουριαζόμουν πάνω στο στρώμα  έκλεινα με τα δυο μου χέρια τα αυτιά μου και έσφιγγα τα μάτια μου, είχα μάθει να κλαίω βουβά, χωρίς δάκρυα, είχα μάθει κι αυτά να τα πνίγω….
Δεν ξέρω αν όλο αυτό το τσούρμο ήξερε ποιος ήταν ο προορισμός μας, πάντως εγώ και ο φίλος μου είχαμε αφήσει την ελπίδα μας πάνω στα κύματα κι όπου θα μας πήγαινε….
Ο μαυριδερός άντρας και τρεις τέσσερεις άλλοι μαζί του ήταν κλεισμένοι μέσα στην καμπίνα του καϊκιού και μας παρακολουθούσαν από το φινιστρίνι. Οι περισσότεροι είχαν αποκοιμηθεί. Το ίδιο έκανα κι εγώ. Πέρασαν κάμποσες ώρες, είχε αρχίσει να ξημερώνει  Ο άνεμος χτυπούσε αλύπητα τα κορμιά μας και το καΐκι  ήταν έρμαιο πια στα κύματα. Πριν βγει ο ήλιος είδαμε μπροστά μας ένα ξερονήσι, ένα μεγάλο βράχο μες την θάλασσα.
Ο μαυριδερός άντρας βγήκε από την καμπίνα και φώναξε
-Εδώ θα μείνουμε μέχρι να νυχτώσει, όσοι θέλετε κατεβείτε κάτω.
Τα βράχια ήταν κοφτερά και απότομα με τον φίλο μου πηδήξαμε έξω να ξεμουδιάσουμε, το κρύο μας είχε σκεβρώσει το κορμί, τα βρεγμένα ρούχα είχαν κολλήσει επάνω μας και τα δόντια μας χτυπούσαν από την παγωνιά. Ο μαυριδερός άντρας έφερε ένα τσουβάλι με ξερό ψωμί και μοίρασε σε όλους από ένα κομμάτι, και με ένα τσίγκινο κατσαρόλι έδινε από λίγες γουλιές νερό στον καθένα. Κοίταξα τις τσέπες μου, το κουλούρι που είχα φυλάξει είχε γίνει μούσκεμα, έκανα να το πετάξω στην θάλασσα…
-Κράτα το μου είπε ο φίλος μου, μπορεί να μας χρειαστεί …
Οι ώρες πέρασαν βασανιστικά αργά μέχρι να νυχτώσει. Ξεκινήσαμε πάλι, ένοιωθα το κορμί μου να πονάει παντού Η θάλασσα ευτυχώς ήταν ήρεμη. Πριν ξημερώσει φτάσαμε σ ένα μικρό λιμάνι. Ο μαυριδερός άντρας ήρθε και με τράβηξε από τον ώμο.
«αντε κατέβα» μου είπε
Είδα και μερικούς άλλους να σηκώνονται και να κατεβαίνουν από το καΐκι. Ο φίλος μου πετάχτηκε επάνω κι αυτός. Πηδήξαμε έξω μαζί με τους άλλους, καμιά τριανταριά θα ήμασταν…. «να σκορπιστείτε μας φώναξε, αν σας βρουν πάτε χαμένοι…» έβαλε μπρος την μηχανή έκανε μια μανούβρα και έφυγε με τους υπόλοιπους.
Κοίταξα τον φίλο μου και εκείνος εμένα «τι κάνουμε τώρα?» μου είπε. Οι υπόλοιπου γύρω μας άρχισαν να σκαρφαλώνουν στους βράχους ψάχνοντας για κάποιο μονοπάτι το ίδιο κάναμε κι εμείς… περπατούσαμε δεν μπορώ να υπολογίσω πόση ώρα, ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά, τα πόδια μας είχαν ματώσει από τα αγκάθια και τις κοφτερές πέτρες…. Που ήμασταν, που πηγαίναμε δεν είχαμε ιδέα, σε ποια χώρα μας είχε φέρει? Όλα άγνωστα!!!! Όλοι οι άλλοι είχαν σκορπιστεί  άλλοι τράβηξαν στην ανατολή και άλλοι στη δύση. Κανείς δεν μίλησε κανείς δεν ρώτησε ο φόβος ηταν φωλιασμένος στην ψυχή όλων μας ….
Κάμποσες ώρες μετά βγήκαμε σ ένα δημόσιο δρόμο, απέναντι μας απλώνονταν μια ολόκληρη έκταση με αμπέλια, από την κούραση και την πείνα τα μάτια μου είχαν θολώσει κάπου στο βάθος είδαμε ένα χαμόσπιτο μισογκρεμισμένο
-Πάμε κατά κει, είπα στον φίλο μου ίσως μπορέσουμε να περάσουμε την νύχτα! Φτάσαμε, μέσα υπήρχαν κάτι κουρελιασμένα σκεπάσματα, τα στρώσαμε, έβγαλα κι εγώ το κουλούρι από την τσέπη μου που είχε γίνει κατάξερο  από τον ήλιο και αλμυρό από την θάλασσα, το μοιραστήκαμε κόψαμε και απ ένα τσαμπί σταφύλι από το αμπέλι και νομίζαμε ότι τρώμε ένα γλύκισμα από την πείνα μας.
Χαράματα σηκωθήκαμε και πήραμε πάλι τον δρόμο για το άγνωστο. Μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχαμε συναντήσει κανέναν άνθρωπο στο δρόμο μας…. Καθώς προχωρούσαμε από μακριά είδαμε ένα μικρό φορτηγάκι να έρχεται προς το μέρος μας κρυφτήκαμε πίσω από κάτι θάμνους, καθώς πέρασε από μπροστά μας είδα ότι στην καρότσα του είχε πέντε έξι άντρες,
«μιλάνε την γλώσσα μας  είπα στον φίλο μου, πατριώτες μας είναι»
«ρε μπας και δεν φύγαμε καθόλου από την πατρίδα? Μου είπε…
Τρέξαμε ξοπίσω, το αυτοκίνητο σταμάτησε μερικά μέτρα παρα κάτω. Πήδηξαν όλοι από την καρότσα και σκορπίστηκαν μέσα στα χωράφια. Αργά αργά πλησιάσαμε κι εμείς.
«Πάμε να φύγουμε» είπα χαμηλόφωνα  ….. πριν τελειώσω τις λέξεις ένα τζιπ σταμάτησε δίπλα μας και τέσσερις άντρες με στολές βγήκαν από μέσα  πήγαμε να το βάλουμε στα πόδια όταν είδα την κάννη ενός όπλου να μας σημαδεύει
«Αλτ!!!» φώναξε ο ένας με τραχιά φωνή…. Σηκώσαμε τα χέρια ψηλά, οι δυο άλλοι έτρεξαν και μας άρπαξαν βίαια…  Μας ρωτούσαν αλλά δεν καταλαβαίναμε λέξη….. Μας φόρτωσαν στο τζιπ φορώντας μας χειροπέδες.. τα μάτια μου είχαν γεμίσει δάκρυα….. ως εδώ ήταν το όνειρο σκέφτηκα…. Που θα μας πάνε? Τι θα μας κάνουν? Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει όταν φτάσαμε σ ένα στρατόπεδο… μαζί με εμάς έφτασε και ένα άλλο τζιπ μέσα ήταν κάποιοι από αυτούς που είμαστε μαζί στο καΐκι ….μας πήγαν σε μια αίθουσα που ήταν κάμποσοι άλλοι καθισμένοι χάμω πατριώτες μας. Κάθισα σε μια γωνία  εξαντλημένος Κρύωνα και από την πείνα το στομάχι μου με τρυπούσε λες και είχα καταπιεί καρφιά, Αργότερα μας έφεραν φαγητό και κάτι κουβέρτες.
Γύρω μου πρόσωπα χλωμά παγωμένα με ζωγραφισμένη  στα μάτια τους την απελπισία και τον πόνο  
«όλοι το ίδιο όνειρο κυνηγούσαμε σκέφτηκα….. μια καλύτερη ζωή»


Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2013

ΣΥΝΤΑΓΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ( Mario de Andrade,)

Συνταγή της ψυχής!!!!!!!
«Μέτρησα τα χρόνια μου και συνειδητοποίησα ότι, μου υπολείπεται λιγότερος χρόνος ζωής απ' ότι έχω ζήσει έως τώρα...
 Αισθάνομαι όπως εκείνο το παιδάκι που κέρδισε μια σακούλα καραμέλες: τις πρώτες τις καταβρόχθισε με λαιμαργία αλλά όταν παρατήρησε ότι του απέμεναν λίγες, άρχισε να τις γεύεται με βαθιά απόλαυση.
 Δεν έχω πια χρόνο για ατέρμονες συγκεντρώσεις όπου συζητούνται καταστατικά, νόρμες, διαδικασίες και εσωτερικοί κανονισμοί, γνωρίζοντας ότι δε θα καταλήξει κανείς πουθενά.
 Δεν έχω πια χρόνο για να ανέχομαι παράλογους ανθρώπους που παρά τη χρονολογική τους ηλικία, δεν έχουν μεγαλώσει.
 Δεν έχω πια χρόνο για να λογομαχώ με μετριότητες.
 Δε θέλω να βρίσκομαι σε συγκεντρώσεις όπου παρελαύνουν παραφουσκωμένοι εγωισμοί.
Δεν ανέχομαι τους χειριστικούς και τους καιροσκόπους. 
Με ενοχλεί ο φθόνος και όσοι προσπαθούν να υποτιμήσουν τους ικανότερους για να οικειοποιηθούν τη θέση τους, το ταλέντο τους και τα επιτεύγματα τους.
 Μισώ να ...είμαι μάρτυρας των ελαττωμάτων που γεννά η μάχη για ένα μεγαλοπρεπές αξίωμα. 
Οι άνθρωποι δεν συζητούν πια για το περιεχόμενο... μετά βίας για την επικεφαλίδα. 
Ο χρόνος μου είναι λίγος για να συζητώ για τους τίτλους, τις επικεφαλίδες.
 Θέλω την ουσία, η ψυχή μου βιάζεται... Μου μένουν λίγες καραμέλες στη σακούλα... Θέλω να ζήσω δίπλα σε πρόσωπα με ανθρώπινη υπόσταση. 
Που μπορούν να γελούν με τα λάθη τους. 
Που δεν επαίρονται για το θρίαμβό τους. 
Που δε θεωρούν τον εαυτό τους εκλεκτό, πριν από την ώρα τους. 
Που δεν αποφεύγουν τις ευθύνες τους.
Που υπερασπίζονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και που το μόνο που επιθυμούν είναι να βαδίζουν μαζί με την αλήθεια και την ειλικρίνεια. 
Το ουσιώδες είναι αυτό που αξίζει τον κόπο στη ζωή.
Θέλω να περιτριγυρίζομαι από πρόσωπα που ξέρουν να αγγίζουν την καρδιά των ανθρώπων... 

Άνθρωποι τους οποίους τα σκληρά χτυπήματα της ζωής τους δίδαξαν πως μεγαλώνει κανείς με απαλά αγγίγματα στην ψυχή. 
Ναι, βιάζομαι, αλλά μόνο για να ζήσω με την ένταση που μόνο η ωριμότητα μπορεί να σου χαρίσει.
Σκοπεύω να μην πάει χαμένη καμιά από τις καραμέλες που μου απομένουν... 
Είμαι σίγουρος ότι ορισμένες θα είναι πιο νόστιμες απ'όσες έχω ήδη φάει. 
Σκοπός μου είναι να φτάσω ως το τέλος ικανοποιημένος και σε ειρήνη με τη συνείδησή μου και τους αγαπημένους μου...»
 Mario de Andrade,

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2013

ΣΟΦΑ ΛΟΓΙΑ

Εχω μαθει στη ζωη μου να μην δινω εξηγησεις...
γιατι οι φιλοι μου δεν τις χρειαζονται, οι εχθροι μου δεν θα με πιστεψουν, 
ενω οι ανοητοι δεν θα με καταλαβουν...
 για ν αγαπηθείς,θα πρέπει πρώτα να έχεις μάθει ν αγαπάς,γιατί κανένας δεν σου χρωστά την αγάπη