Σάββατο 28 Ιουνίου 2008

ΣΤΟ ΓΙΟ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ (ΝΙΚΟ ΚΑΚΛΑΜΑΝΑΚΗ)

ΣΤΟΝ ΓΙΟ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ

Η ΠΕΡΗΦΆΝΙΑ ΦΟΎΣΚΩΣΕ ΒΑΘΙΆ ΜΈΣΑ ΣΤΑ ΣΤΉΘΙΑ
ΓΙΑ ΣΈΝΑ ΠΑΛΛΙΚΆΡΙ ΜΟΥ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΓΙΕ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ
ΠΟΥ ΑΝΤΡΙΩΜΕΝΑ ΠΑΛΕΨΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΑΣΚΟ ΤΟΥ ΑΙΟΛΟΥ

ΣΑΝ ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΟΥ ΠΑΤΗΣΕ ΤΟ ΘΙΑΚΙ
ΒΓΉΚΕΣ ΣΤΙΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΙΣ ΑΚΤΕΣ
ΛΕΒΕΝΤΗ, ΗΡΩΑ, ΕΛΛΗΝΑ,
ΝΙΚΟ ΚΑΚΛΑΜΑΝΑΚΗ

ΠΡΟΣ ΤΗ ΔΟΞΑ…..



Καβαλάρη του πιο όμορφου ονείρου
Πιλαλώντας στη δόξα τραβάς
Ατενίζεις το βάθος του απείρου
Σε μια ρότα που εσύ κυβερνάς

Μεθυσμένα τραβάς χαλινάρι
Κουρνιαχτό πίσω,σκόνη, βοή
Έναν ήλιο σωστό κεχριμπάρι
Θέλεις να φτάσεις με μια πνοή

Οι μεγάλες μορφές σε μαγεύουν
Να αγγίξεις ζητάς την κορφή
Διεξόδους οι σκέψεις γυρεύουν
Και μια ελπίδα που μένει κρυφή


Καβαλάρη του πιο όμορφου ονείρου
Τράβα όπου ο νους σε καλεί
Αν τ αξίζεις το νήμα θα κόψεις
Στο ψηλότερο θ ανέβεις σκαλί.

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2008

ΕΛΠΙΔΑ




ΕΥΤΥΧΙΑ


Ευτυχία! Τι γλυκός ήχος όταν την προφέρουν τα χείλη.
Επτά καλοσχηματισμένα γράμματα σου δίνουν την αίσθηση
πως βουλιάζεις μέσα σε λευκά σύννεφα ονείρου,
χαράς, ηρεμίας και γαλήνης.
Ένα χαμόγελο αμυδρό απλώνεται στο πρόσωπό
και κάνει τα χαρακτηριστικά του
να γλυκαίνουν απαλά.

Ευτυχία! Έχει τη δύναμη και το χάρισμα να μπορεί
να ακουμπά όλες σου τις αισθήσεις.
Όταν την γευθείς μοιάζει με καντιοζάχαρο
Όταν την αγγίξεις με αφράτο λευκό χιόνι.
Όταν την μυρίσεις με απαλό μεθυστικό άρωμα.
Όταν την ακούσεις
μια μελωδία από γλυκόλαλη καμπάνα.
Κι όταν την δεις να έρχεται δύο δυνατά φτερά θαρρείς
πως βάζεις στους ώμους σου και είσαι έτοιμος να πετάξεις
και να αγκαλιάσεις το όνειρο, να σεργιανίσεις στον μαγεμένο
κόσμο των παραμυθιών.

Ευτυχία! Αέρινη φιγούρα που δεν έχει ηλικία.
Ενσωματώνεται με την ψυχή
Άλλοτε μένει για λίγο,
άλλοτε για πολύ,
όμως πάντα μα πάντα σαν ένας περαστικός επισκέπτης
που ίσως κάποτε ξαναγυρίσει.
Κι εσύ περιμένεις και ελπίζεις
με ανοιχτή την πόρτα της ψυχής σου
κοιτάζοντας πέρα στον ορίζοντα μήπως φανεί ξανά!....

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΔΥΝΑΜΗ...


ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΔΥΝΑΜΗ
ΑΠΟ ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ


Το βλέμμα σήκωσα ψηλά στον ουρανό
Τ’ αστέρια θέλησα – ω! τι μωρία – να μετρήσω
Κουράστηκα σαν έφτασα σε κάποιον αριθμό
Κι είπα « τo φωτεινότερο για μένα θα κρατήσω»


Να το κοιτώ τις ξαστεριές και να μιλώ μαζί του
Να ακουμπήσω επάνω του όλα τα όνειρά μου
Απ’ τ’ ασημένιο του το φως την λάμψη να αντλήσω
Και να την ρίξω βάλσαμο μέσα στα σωθικά μου


Σ’ αυτά που μου ματώσανε του κόσμου οι αδικίες
Σαν βγήκα της ζωής να κάνω το σεργιάνι
Σ’ αυτά που από τη φύση τους δεν χώραγαν κακίες
Και της ελπίδας μοναχά κρατούσα το στεφάνι


Τώρα θα σ’ έχω συντροφιά αγαπημένο αστέρι
Θα ‘σαι η ασπίδα, το σπαθί στα χέρια τα δικά μου
Τα βέλη που θα έρχονται, πίσω θ’ αντιγυρίζω
Κι ατσάλινο το θώρακα θα φτιάξω της καρδιάς μου.

Τρίτη 24 Ιουνίου 2008

Μετανάστευση μια ιστορία σε επαναληψη....


ΣΤΟΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΗ



Μες το δισάκι σου έβαλες όνειρα φαντασίας
Στην ξένη γη λογίστηκες ψωμί γλυκό ίσως φας
Χαιρέτησες τη μάνα σου, τ’ αδέρφια, με θυσία
Δύσκολο δρόμο μακρινό της ξενιτιάς τραβάς.


Τα ροζιασμένα χέρια σου, κοιτάζεις και δακρύζεις,
Το χώμα έσκαψες μ’ αυτά της πατρικής σου γης
Όμως ο κόπος άδικος. Τώρα πρέπει να φύγεις,
Απ’ της μιζέριας τα δεινά, δυναμικά να βγεις.

Μυρίζεις τ’ ανθογιάσεμα, θυμάρι, χαμομήλι,
Θε να ρουφήξεις μυρωδιές για να μην τις ξεχάσεις
Και σε κρατήσει η ξενιτιά στα πλάνα της τα χείλη
Και τη ζωή σου μακριά απ’ την πατρίδα χάσεις.


Πικρή χαρά τα σπλάχνα σου γεμίζουν περπατώντας
Και η ανάσα σου βαριά καθώς κατηφορίζεις
Τον δρόμο που μεγάλωσες, παίζοντας, τραγουδώντας
Κι ένα πικρό χαμόγελο άθελα του χαρίζεις


Υπόσχεση στη μάνα σου έδωσες « θα γυρίσω
Με το δισάκι μάνα μου, γεμάτο με χρυσάφι,
Εδώ μπροστά στα πόδια σου, θα ‘ρθώ και θα τ΄αφήσω,
Το ριζικό μου πλούσιος θε να γενώ μου γράφει».


Λόγια για να γλυκάνουνε της μάνας την αντάρα
Που φεύγει ο λεβέντης της τώρα μακριά στα ξένα
Λόγια για να σκεπάσουνε την κάθε σου λαχτάρα
Για τ’ άγνωστο που ξεπηδά και περιμένει εσένα.


Μισεύεις, μα ένα όνειρο έχεις, το παλινόστος
Κι ας ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να το πιστέψεις
Μια χούφτα χώμα Ελληνικό κλείνεις μες την παλάμη
 Ρίζες να βγάλει η ελπίδα σου αυτή που θα φυτέψεις.

ΜΑΝΑ ΜΟΥ



ΜΑΝΑ ΜΟΥ

Εψές το βράδυ μάνα μου σε είδα στ ‘όνειρό μου
Ήρθες και μου ενθύμησες το περασμένο βιός μου…

Σαν ήμουνα μικρό παιδί το χέρι μου κρατούσες
Και με αγάπη περισσή στα μάτια με κοιτούσες
Με γλυκονανουρίσματα με κοίμιζες στην κούνια,
Και γέλαγες από καρδιάς σαν το δικό σου φόραγα
κραγιόν και τα τακούνια

Αχ! Να σου μοιάσω ήθελα κι ένοιωθα περηφάνια
Φτερά είχα στους ώμους μου, πετούσα στα ουράνια,
Όταν οι φίλες μου, έλεγαν «τι όμορφη η μαμά σου!!!»
σαν στο σχολειό με πήγαινες
Με το δροσάτο γέλιο σου και την περπατησιά σου,
που ‘ χε αρχοντιά και δίπλα σου βάδιζα με καμάρι.
«είσαι δικιά μου σου ‘λεγα, κανείς δεν θα σε πάρει!!!»

Μεγάλωνα και ήξερες όλα τα μυστικά μου
Στης εφηβείας τα σκαλιά,
εσύ ήσουν πάντα πλάι μου, γλυκιά παρηγοριά μου.
Ο έρωτας σαν σκίρτησε μες τις καρδιάς τα φύλλα
Δάκρυσες κι ένοιωσες κι εσύ, μαζί μου ανατριχίλα.
« ήρθε ο καιρός μικρούλα μου, μου είπες κάποια μέρα,
Μέσα στο στίβο της ζωής να μπεις και να παλέψεις,
τώρα κι εσύ όπως όλοι μας τις δάφνες σου να δρέψεις…»
Κάθε δικιά σου συμβουλή την έβλεπα μπροστά μου
Και να στεγνώσεις έτρεχα σε σέ τα δάκρυά μου

Τώρα, μάνα μου σ’ έχασα, πονάω, μα αντέχωΠαρηγοριά, που έστω μπορώ, στα όνειρα να σ’ έχω