Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

Η ΤΙΜΩΡΙΑ (συνεχεια)


Φτάνοντας στην Αθήνα πήρε αμέσως τηλέφωνο τον Στέφανο.
-Στέφανε μόλις έφτασα στην Αθήνα . Είμαι στον σταθμό, δεν ξέρω που να πάω…Η φωνή της έτρεμε.
- Τι συμβαίνει ; τη ρώτησε ανήσυχος .
- Θα σου εξηγήσω….
- Περίμενέ με, έρχομαι αμέσως. Κοίταξε το ρολόι του ήταν πέντε το πρωί. Προσπάθησε να σκεφτεί τι μπορεί να είχε συμβεί και η Τασούλα ήταν στην Αθήνα. Βγήκε στο δρόμο, πήρε ένα ταξί και σε είκοσι λεπτά ήταν στον σταθμό. Η Τασούλα τον περίμενε φοβισμένη. Νόμιζε πως πέρασε ένας αιώνας μέχρι να τον δει να φτάνει. Με το ίδιο ταξί επέστρεψαν στο σπίτι του Στέφανου. Σε όλη τη διαδρομή η Τασούλα δεν βρήκε το θάρρος να του πει τι είχε συμβεί , μόνο είχε πέσει στην αγκαλιά του και έκλαιγε. Ο Στέφανος την χάιδευε γεμάτος απορία περιμένοντας να μάθει.
- Στέφανε, ο πατέρας μου με έδιωξε από το σπίτι. ψέλλισε, τον τελευταίο καιρό δεν ήμουν καλά. Είχα ζαλάδες, εμετούς και με την μάνα μου πήγαμε στο γιατρό… Είμαι έγκυος Στέφανε.
Τα τελευταία λόγια τα είπε σκύβοντας το κεφάλι, δεν ήθελε να δει την έκπληξη στα μάτια του. Ακούγοντας την ο Στέφανος, νόμισε πως έσκασε μια βόμβα μέσα στο κεφάλι του.
-Δεν είναι δυνατόν! Ψιθύρισε.
  Τραβήχτηκε από κοντά της . Πήγε προς το παράθυρο και για αρκετή ώρα έμεινε σαν χαμένος κοιτώντας έξω. Η Τασούλα έκλαιγε βουβά.
Όταν συνήλθε ο Στέφανος, πήγε στη κουζίνα της μικρής του γκαρσονιέρας  και έφτιαξε δυο καφέδες.
-Έλα! Έλα να πιεις ένα καφέ και θα δούμε τι θα κάνουμε. Της είπε. Πάρε ένα τσιγάρο.
Η Τασούλα δεν κάπνιζε. Όμως το πήρε. Με την πρώτη ρουφηξιά ένιωσε το στομάχι της να ανακατεύεται. Έτρεξε στην τουαλέτα . Ακούγοντας τον θόρυβο ο Στέφανος, μια ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί του. Ξαφνικά αισθάνθηκε την παρουσία της σαν ένα θηρίο που ήρθε να του ρουφήξει το αίμα . Δεν είχε καν το κουράγιο να την ρωτήσει αν ήταν καλά , αν ήθελε βοήθεια.
Η φοιτητική του ζωή κυλούσε τόσο όμορφα…και τώρα ήρθε εκείνη σαν μικρή μάγισσα να την αναστατώσει, να φέρει τα πάνω κάτω. Όχι δεν έπρεπε να γίνει αυτό. Τι θα έλεγε στους γονείς του, στους φίλους του. Τι θα γινόταν η καριέρα του. Πήρε το μπουφάν του, άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Νόμιζε ότι πνιγόταν , είχε ανάγκη από καθαρό αέρα. Έπρεπε να σκεφτεί.
Η Τασούλα  όταν έμεινε μόνη της  κατάλαβε βλέποντας την αντίδραση του Στέφανου, πως η ζωή της είχε γίνει συντρίμμια και τα  όνειρά της , άπιαστα πουλιά. Από δω και μπρος , ήταν μόνη, ολομόναχη, με ένα μωρό στα σπλάχνα της. Έπεσε στο κρεβάτι κλαίγοντας με αναφιλητά Χωρίς να το καταλάβει την πήρε ο ύπνος.
Ήταν πια μεσημέρι όταν επέστρεψε ο Στέφανος . Την βρήκε να κοιμάται. Κοιτάζοντας την αναρωτήθηκε αν την αγαπούσε πραγματικά. Αν αυτός ο εφηβικός , νεανικός έρωτας, του είχε περάσει. Άλλωστε όσο καιρό ήταν στην Αθήνα , όλο και κάποιες ψιλογνωριμίες και σχέσεις είχε κάνει με συμφοιτήτριές του .
       Πλησίασε κοντά της . Της χάιδεψε τα μαλλιά.
-Τασούλα σήκω είναι μεσημέρι. Πάμε να φάμε κάτι και          να συζητήσουμε.
            ¨Περπατώντας στον δρόμο, η Τασούλα ένιωσε την Αθήνα αφιλόξενη. Καθίσανε σε ένα fast food . Δεν είχε όρεξη για φαγητό, προτίμησε να πάρει μια σαλάτα..
-Τασούλα άκουσέ με , πρέπει να πάρουμε γρήγορα μιαν απόφαση. Πήγα και βρήκα ένα φίλο μου , είχε κι αυτός μια παρόμοια περιπέτεια. Μου είπε ότι έχει ένα γνωστό γιατρό, πολύ καλό που θα μας βοηθήσει. Σε μια -δυο ωρίτσες το πολύ όλα θα έχουν τελειώσει. Θα γυρίσεις πίσω και θα τους πεις ότι  είχε γίνει λάθος. Δεν πρέπει να αφήσεις το σχολείο σου … Σκέψου τι θα λένε στο χωριό… Άλλωστε μόλις τελειώσεις και ξανακατέβεις στην Αθήνα πάλι μαζί θα είμαστε. Σκέψου τα όνειρά μας , την καριέρα μου , τους γονείς μας… Εγώ θα κοιτάξω να βρω τα χρήματα που θα μας χρειαστούν. Σ΄ αγαπώ και το ξέρεις .
         Η Τασούλα τον άκουγε χωρίς να μιλάει .
- Πες μου σε παρακαλώ, συμφωνείς; Την ρώτησε
      Εκείνη πάλι δεν μίλησε . Άλλωστε τι να έλεγε , μήπως μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Έπρεπε να συμφωνήσει με την απόφασή του.

        Όλη την νύχτα δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι. Βλέποντας τον Στέφανο να κοιμάται δίπλα της , απορούσε πως ήταν δυνατόν να έχει τόσο ήσυχη την συνείδησή του.
       Το πρωί εκείνος σηκώθηκε πρώτος . Ντύθηκε βιαστικά, την φίλησε και φεύγοντας της είπε.
-Θέλω να μου έχεις εμπιστοσύνη. Φροντίζω για το καλό και των δυο μας . Θα βρω τον γιατρό και θα κλείσω ένα ραντεβού μαζί του. Ίσως το απόγευμα όλα να έχουν τελειώσει. Θα φέρω κάτι να φάμε το μεσημέρι απ’ έξω . Να με περιμένεις.
      Μόλις έκλεισε η πόρτα πίσω του , η Τασούλα  σηκώθηκε Έκανε ένα χλιαρό μπάνιο, ντύθηκε και βγήκε. Περπάτησε χαζεύοντας τις βιτρίνες και βάζοντας σημάδια για το δρόμο της επιστροφής . Προσπαθούσε να διώξει κάθε σκέψη από το μυαλό της . Η αντιμετώπιση  του Στέφανου την είχε τρομάξει Βρήκε πολύ κυνική την συμπεριφορά του, πολύ ψυχρή την λογική του.
« Πόσο πολύ έχει αλλάξει, θεέ μου» ! σκέφτηκε. Δεν μπορεί να είναι αυτός ο Στέφανος που τόσο πολύ αγαπούσε , που έκανε τόσα όνειρα , που ήταν το Α και το Ω στη ζωή της . Πώς θα ξαναγύριζε πίσω , πως θα αντίκρίζε τον πατέρα της , ποιος θα την πίστευε; ‘Όχι δεν είχε μούτρα να γυρίσει. Αν εκείνος το έβλεπε εύκολο για κείνη ήταν αδύνατον. Έπρεπε να σκεφτεί κάτι , να αποφασίσει μόνη της . Ο Στέφανος είχε γίνει θολή εικόνα μέσα στο μυαλό της .

-Όλα τακτοποιήθηκαν της είπε χαρούμενος μόλις γύρισε το μεσημέρι. Βρήκα και τα χρήματα από ένα φιλαράκι, έβγαλε ένα μάτσο χαρτονομίσματα και τα ακούμπησε επάνω στο γραφείο του, και  έκλεισα ραντεβού με το γιατρό για αύριο το πρωί.
          Την πήρε στην αγκαλιά του.
-Δεν θέλω να το βλέπω το κορίτσι μου στενοχωρεμένο. Εγώ είμαι εδώ! Θα δεις όλα θα πάνε καλά και απλά θα είναι σαν να ζήσαμε ένα κακό όνειρο για λίγο, έναν εφιάλτη.
          Η Τασούλα ξέφυγε από την αγκαλιά του και παίρνοντας την σακούλα  με το φαγητό , πήγε στην κουζίνα να ετοιμάσει το τραπέζι.
 - Κοριτσάκι, εγώ θα πεταχτώ μέχρι την σχολή, εσύ ξάπλωσε και το βράδυ θα σε ξεναγήσω στην πρωτεύουσα,. της είπε χαριτολογώντας μόλις  τελειώσανε και ανοίγοντας την πόρτα έφυγε σχεδόν τρέχοντας.
        Οι τελευταίες του λέξεις την έκαναν να νιώσει αηδία. Η ματιά της έπεσε πάνω στο γραφείο . Τα χρήματα που είχε φέρει ο Στέφανος , ήταν εκεί. Χωρίς δεύτερη σκέψη , τα πήρε , τα έβαλε στην τσάντα της , και έφυγε σαν να την κυνηγούσαν .Τώρα ήξερε πως έπρεπε να αντιμετωπίσει τη ζωή της ολομόναχη. Δεν έπρεπε να κλαίει τη μοίρα της .
« Θεέ μου δώσ’ μου δύναμη» ψέλλισε.

       Η πρώτη της σκέψη ήταν  να βρει ένα μέρος να μείνει και κατόπιν μια δουλειά.
       Ζήτησε καταφύγιο σε ένα μικρό ξενοδοχείο στην Πλάκα. Η ιδιοκτήτρια  την κοίταξε  περίεργα , μόλις ζήτησε ένα δωμάτιο.
-Σας συμβαίνει τίποτα δεσποινίς; Τη ρώτησε καθώς την είδε χλωμή και φοβισμένη.
-Οοχι!!  Απλά  δεν γνωρίζω την Αθήνα και… θα ήθελα ένα δωμάτιο.
-Την ταυτότητά σας μου δίνετε.
-    Ναι! Είπε η Τασούλα με σιγανή φωνή. Ορίστε.
-    Α! Είστε ανήλικη δεν μπορώ να σας εξυπηρετήσω. Λυπάμαι.
-Σας παρακαλώ . Βοηθήστε με είπε με μάτια  γεμάτα απελπισία η Τασούλα.
Η ξενοδόχος την πήρε στο σαλόνι.
-Κάθισε εδώ . Πως σε λένε . Πες μου τι σου συμβαίνει.
        Η Τασούλα μη μπορώντας να κάνει αλλιώς διηγήθηκε στην κυρία Θεανώ{ έτσι την έλεγαν} την ιστορία της .
-Άκουσέ με κορίτσι μου , δύσκολο δρόμο διάλεξες. Ίσως το παλικάρι να είχε δίκιο. Η Αθήνα είναι θεριό, έτοιμο να σε κατασπαράξει. Δεν θα τα καταφέρεις . Ξανασκέψου τι πας να κάνεις και γύρισε πίσω στους δικούς σου. Μια κακιά στιγμή ήταν . Κανένας γονιός δεν θέλει το κακό του παιδιού του . Έχω κι εγώ κόρη στην ηλικία σου. Να ξέρεις ότι τώρα θα έχουν τρελαθεί από την αγωνία τους και θα σε ψάχνουν παντού. Εγώ, θα σε κρατήσω να κοιμηθείς εδώ απόψε , όμως, θα μου υποσχεθείς ότι θα τους τηλεφωνήσεις  και θα τους πεις πως είσαι καλά. Μάνα είμαι και ξέρω.
        Η Τασούλα κράτησε την υπόσχεση που έδωσε στην κυρία Θεανώ. Μίλησε με την μητέρα της  και με αποφασιστικότητα της είπε πως θα έμενε οριστικά στην Αθήνα και θα επικοινωνούσε μαζί της συχνά. Εκείνη της ζήτησε να γυρίσει πίσω όμως η Τασούλα ήταν ανένδοτη. Άλλωστε η ενηλικίωσή της ήταν θέμα ημερών .
       Η κυρία Θεανώ την κράτησε κοντά της σαν σερβιτόρα στο μπαρ του ξενοδοχείου