ΟΤΑΝ Η ΦΤΩΧΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΟΝ ΠΛΟΥΤΟ
(Πειραιάς δεκαετία 50-60)
Οι αναμνήσεις είναι η μεγάλη μου αδυναμία, μου αρέσει να τις αναμοχλεύω και να τις ζω πάλι από την αρχή σαν παραμύθι.
Σήμερα ξέθαψα την φτώχια που συνάντησε τον πλούτο κάπου στην δεκαετία του 50-60.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Πειραιά στα στενά του Πασαλιμανιού, Προμηθέα, Ευαγγελίστρια, προφήτη Ηλία, Καστέλα. Εκεί έζησα τα παιδικά μου χρόνια, εκεί ένιωσα τα πρώτα ερωτικά χτυποκάρδια.
Το σπίτι μου ένα παλιό διώροφο στην οδό Βούλγαρη 72 με χαγιάτι και μια μεγάλη αυλή στρωμένη με πλάκες σε ακανόνιστο σχήμα, όλα τα γύρω σπίτια ήταν χαμηλά με παράθυρα στον δρόμο, ένα ξεχώριζε μόνο τριώροφο με μπαλκόνι και θυμάμαι την ιδιοκτήτριά του για να την ξεχωρίζουν την έλεγαν «η μπαλκονού» » Άλλοι αγαπημένοι γείτονες αξέχαστοι ήταν η γλυκεία μου κυρά Ρίτσα δεύτερη μανούλα μου, μας μεγάλωνε σαν την κλώσσα τα κλωσσοπουλάκια της, εμένα την αδερφή μου (μιας και η μητέρα μου δουλευε εκείνη την εποχή) και τα δυο παιδιά της την Πόπη και τον Κώστα, ακόμα και νερό να έβραζε θα το μοιραζόταν μαζί μας, έφυγε νωρίς αλλά δεν την ξέχασα ποτέ. Η Φρόσω που έμενε στο υπόγειο κάτω από το δικό μου σπίτι και μου άρεσε να την ακούω να κάνει δουλειές και να τραγουδάει πάντα με μια καταπληκτική φωνή, είχε την Μαίρη και τον Νίκο όλα στην ίδια ηλικία με μένα και κάτι παρά πάνω από αδέρφια.( Τον Νίκο αργότερα τον πάντρεψα κιόλας γίναμε κουμπαράκια!!)! Όταν έφυγε ( άλλαξε γειτονιά) ήρθε η κυρα Βαγγελιώ από την Κρήτη με τα τρία της παιδιά , την Μαρίκα, τον Γιώργο και τον Γιάννη. Όμορφοι ανθρωποι χαρούμενοι... Θυμάμαι κάθε Κυριακή πρωί γέμιζαν την γειτονιά τραγούδια με την κιθαρίτσα και το μπουζουκάκι τους τ αγόρια που ήταν τότε στην εφηβία. Με όλα αυτά τα γειτονόπουλα η φιλία μας κρατάει μέχρι σήμερα.
***
Ο δρόμος της οδού Βούλγαρη, μου φαινόταν φαρδύς και μεγάλος, το πεζοδρόμια τεράστιο. Πάνω σ αυτό ζωγραφίζαμε με κιμωλία έξι τετράγωνα και παίζαμε κουτσό ή ή σχεδιάζαμε κύκλους σε σχήμα σαλιγκαριού και με τα καπάκια από τις λεμονάδες παίζαμε «σαλίγκαρο».
Αυτοκίνητα δεν περνούσαν από κει σχεδόν ποτέ, ήταν τόσο κακοτράχαλος ο χωματόδρομος που κανένας οδηγός δεν το τολμούσε. Μόνο η σούστα με τον γάιδαρο του μανάβη του κυρ-Μήτσου ή του παγοπώλη ερχόταν κάθε πρωί και έβγαιναν οι γειτόνισσες να ψωνίσουν φρέσκα λαχανικά και να που και την καλημέρα τους η μια στην άλλη. Έτσι λοιπόν αυτός ο δρόμος ήταν όλος δικός μας για παιχνίδι. Μήλα, κρυφτό, κυνηγητό, ξυλίκι, κλέφτες κι αστυνόμους, τι να πρωτοθυμηθώ. Εμένα μου άρεσε να παίζω με τα γυαλένια. (σκάβαμε λακκουβάκια στις άκρες ενός νοητού τετραγώνου και ένα μεγαλύτερο στο κέντρο, από το κεντρικό προσπαθούσαμε με τον αντίχειρα μας να πετάξουμε το γυαλένια στα άλλα τέσσερα εναλλάξ το παιχνίδι αυτό το λέγαμε «καπετάνιο» ) Σήμερα δεν υπάρχουν χωματόδρομοι και μοιραία αυτό το παιχνίδι έχει χαθεί… ¨οταν αρχιζε να σκοτεινάζει επειδη τα φωτα τοτε των δρομων είχαν πολυ μικρές λάμπε,ς πέρναμε τα σκαμνάκια μας και καθόμαστε έξω απο το σπίτι παιζοντας παιχνιδια όπως το σπασμενο τηλέφωνο, μπιζ, μπερλίνα μακρυά γαιδούρα, πινακοτή κ.α μέχρι να έρθει η ώρα να πάμε για ύπνο!
Το παλιό διώροφο της οδού Βούλγαρη λοιπόν είχε μια βαριά ξύλινη πόρτα με δυο παράθυρα στα πλάγια, που κάποτε πίσω από την σκαλιστή σιδεριά τους υπήρχαν τζάμια . Ένα μπρούτζινο χεράκι ήταν το κουδούνι και ένα τεράστια κλειδί μαυριδερό, κλείδωνε και ξεκλείδωνε την κλειδαριά που την λαδώναμε για να μην σκουριάζει. Στο πλάι της πόρτας ένα σίδερο σε τετράγωνο σχήμα ήταν φυτεμένο στο πεζοδρόμιο για να σκουπίζουμε τα παπούτσια μας από τις λάσπες.
Ας ανοίξουμε την πόρτα λοιπόν κι ας περάσουμε στο εσωτερικό του σπιτιού. Μπαίνοντας στην αυλή δεξιά υπήρχε μια ξύλινη σκάλα και θυμάμαι ότι κάθε της σκαλοπάτι έτριζε. κάτω από την σκάλα σχηματιζόταν μια μικρή εσοχή εκεί ήταν το μικρό μας θέατρο μαζεύαμε τα παιδιά της γειτονιάς και δίναμε παραστάσεις καραγκιόζη, βαφτίζαμε τις κούκλες μας ή παίζαμε το έργο που είχαμε δει στον κινηματογράφο της γειτονιάς την Κυριακή (στο μικρό αγαπημένο ΣΙΝΕΝΙΟΥΣ στην ανηφόρα του προφήτη Ηλία, μπαίναμε το μεσημέρι στις 2 και βγαίναμε στις 8 όλη η μαρίδα της γειτονιά με 3 δραχμές το εισητήριο) βλέποντας δυο και τρεις φορές τις ελληνικές κατα προτιμηση ταινίες με τους αγαπημένους ηθοποιούς των παιδικων μας χρόνων, Αλίκη Βουγιουκλάκη,Τζένη Καρέζη, Μπάρκουλης, Παπαμιχαήλ, Κώστας Κακαβάς, Κάκια Αναλυτή, Ξένια Καλογεροπούλου.... ποιούς να πρωτοθυμηθω!!!. Και το καλοκαιράκι στην δροσερή ΑΝΕΣΗ... πόσες φορές δεν ειχα αποκοιμηθει στις πάνινες καρέκλες, οταν πηγαιναμε βραδυνη παρασταση με τους γονεις μου... στο πασαλιμάνι υπήρχαν και οι κινηματογράφοι με ταινίες α΄προβολής με ακριβότερο εισητήριο (5 δραχμές) το Παλλάς, το Σπλέντιτ, το Καπιτόλ, το Ολύμπια, και στο Δημοτικό θέατρο τα χειμερινά το Χαι- Λαιφ, και το Απόλλων. Και κατι που εχει μεινει στην μνημη μου εντονα και ισως να το θυμαστε και σεις ειναι η ταξιθέτρια που κατα την διαρκεια της προβολης περνουσε με ενα αρωματικο υγρο μεσα σε μια τρομπα και φλιταριζε την αίθουσα!!
Θυμάμαι οι πλάκες της αυλής είχαν στις άκρες τους χορταράκι από την υγρασία… πόσο πολύ μου άρεσε το πράσινο χρώμα που έσπαγε την μονοτονία του ασβεστωμένου τοίχου. Προχωρώντας κατέβαινες δυο σκαλοπάτια, δεύτερη αυλή , δεξιά ήταν το πλυσταριό και η αποθήκη, αυτοί οι δυο σκοτεινοί χώροι με φόβιζαν πάντα ποτέ δεν πλησίαζα μόνη μου το βράδυ νόμιζα ότι θα βγουν από μέσα όλα τα τέρατα των παραμυθιών…. Στο βάθος άλλη μια σκάλα σιδερένια στριφογυριστή που πήγαινε στην ταράτσα, τα παιδιά δεν την πλησιάζαμε η μητέρα μου έλεγε πως ήταν επικίνδυνη.
Σ την δεύτερη αυλή γινόταν ή μπουγάδα και το άπλωμα των ρούχων στην σκάφη, υπήρχε και ένα μεγάλο βαρέλι που ζέσταιναν το νερό, (το καλοκαίρι το βάζαμε στον ήλιο και βουτάγαμε μέσα για να δροσιστούμε) σε μια γωνιά ήταν και η τουαλέτα, ο καμπινές όπως τον έλεγαν, κοινόχρηστος με την γειτόνισσα που έμενε στο ισόγειο, άλλωστε μια οικογένεια σχεδόν είμαστε, τότε οι σχέσεις με τους γείτονες ήταν διαφορετική, οι άνθρωποι της φτώχιας μοιράζονταν τα πάντα ακόμα και το ταψί για μαγείρεμα… «δώσε μου λίγο ζάχαρη, λίγο αλάτι, λίγο λάδι» ήταν κάτι συνηθισμένο ακόμα επίσης ότι και εμείς τα παιδιά κάναμε όλα τα θελήματα της γειτονιάς.
Το χαγιάτι του σπιτιού μας ήταν στρωμένο με φύλλα μουσαμά καθώς και όλο το σπίτι για να μπορεί η μητέρα μου να το σφουγγαρίζει χωρίς κόπο. Της άρεσαν τα όμορφα πράγματα και μπορώ να πω ότι εκείνο το παλιό σπίτι του ενοικιοστασίου το είχε σαν κουκλίτσα στολισμένο με ωραίες κουρτίνες, καλύμματα στο σαλόνι και πάντα λουλούδια στο βάζο. ‘Ήταν μόνιμη πελάτισσα της λουλουδούς που περνούσε κάθε Κυριακή με το πανέρι στο κεφάλι πρωί- πρωί από την γειτονιά. Θα κάνω μια μικρή αναφορά και στους άλλους πλανόδιους πραματευτάδες , ακόμα αντηχούν στα αυτιά μου η φωνή του παγωτατζή με το ποδήλατο, ο μηλαράκια- κοκοράκια που περνούσε καθε απόγευμα καθως και ο χαλβατζής με εκεινον τον ταβλά που τον ειχε κρεμασμενο στον λαιμό του και με ένα σφυράκι σου εκοβε ενα κομματι μικρο ή μεγάλο αναλογα με το χαρτζικι που ειχες....του ψαρά με το πανέρι στο κεφάλι, του παγοπώλη που έφερνε την κολώνα τον πάγο, του γιαουρτά του Μαστρονικόλα που μόλις σουρούπωνε περνούσε με την πραμάτια του τα κεσεδάκια με το γιαούρτι και τα μοίραζε στην γειτονιά, του παπλωματά με κείνο το περίεργο εργαλείο που τίναζε το μπαμπάκι,τον φώναζε η μάνα μου μέσα στην αυλή καθόταν χάμω και ξεκοιλιαζε στην κυριολεξία τα στρώματα και τα μαξιλάρια χτυπώντας τα... του τροχατζή που ακόνιζε τα μαχαίρια και τα ψαλίδια και κάποιοι άλλοι που ίσως να μην τους θυμάμαι…μια φιγούρα που εχω χαραγμενη στο μυαλό μου ήταν του "μπαρούτ" αυτος γυριζε τις γειτονιές και μαζευε όλα τα παπουτσια που ήθελαν σόλες ή τακούνια, και τα επέστρεφε την άλλη μέρα....δεν ξέρω τι ακριβως φώναζε, η λέξη μπαρούτ ηταν αυτή που έφτανε στα αυτιά μου γι αυτο και τον ειχα βαφτίσει έτσι!!!
Το χαρτζιλίκη μας ήταν δεκαρούλες, κανένα πενηνταράκι και στην καλύτερη μια δραχμούλα για το κουλούρι στο σχολείο..
Θυμάμαι το μικρο ψιλικατζίδικο της γειτονιά, της κυρίας Νταλάση στην Βασ Σοφίας και της Διονυσούλας στην Καραολή και Δημητρίου, μόλις μαζευα μερικές δεκάρες ετρεχα να αγοράσω ζωγραφιές, όμορφα μωράκια, καλαθάκια με λουλούδια και παχουλά ξανθά αγγελάκια πασπαλισμένα με χρυσοσκονη και καρτ ποστάλ των αγαπημένων μου ηθοποιών.... Όμορφες γλυκιές αναμνήσεις....
Αυτή είναι η εικόνα της φτωχογειτονιάς μου, τότε που όλοι προσπαθούσαν να ορθοποδήσουν μετά την κατοχή και τον εμφύλιο πόλεμο. Τα αγαθά άρχισαν να έρχονται λίγο- λίγο. Έφυγε η γκαζιέρα ήρθε το πετρογκάζ,, έφυγε το μαγκάλι ήρθε η σόμπα, έφυγε το ψυγείο του πάγου ήρθε το ηλεκτρικό ψυγείο. Θυμάμαι όταν πήραμε ηλεκτρικό ψυγείο ( ήταν ένα κίτρινο καναρινί χρώμα μάρκα ΠΙΤΣΟΣ) παρέλασε όλη η γειτονιά να το δει, και αυτό που έκανε μεγαλύτερη εντύπωση ήταν τα παγάκια που έφτιαχνε μόνο του. Κατόπιν ήρθε το ΚΛΙΝ για τα πιάτα και το TIDE για τα ρούχα, γλύτωσε η μάνα το τρίψιμο με το πράσινο σαπούνι της φαινόταν τόσο καλό που κάποιες φορές μας έλουζε και με αυτό, αργότερα ήρθε και το σαμπουάν ΤΑΜΟ, αν θυμάμαι καλά. Την επανάσταση όμως την έκανε το χαρτί τουαλέτας, πάει η εφημερίδα που μόλις την διάβαζε ο πατέρας, μετά έπρεπε να κοπεί σε τετράγωνα κομμάτια μα κρεμαστεί στο τσιγκελάκι και να πάρει την θέση της δίπλα στην λεκάνη της τουαλέτας… ακόμα θυμάμαι ότι στα υπνοδωμάτια, μιας και την νυχτερινή σου ανάγκη έπρεπε να την κάνεις έξω από το σπίτι, υπήρχε το γκιο –γκιο .
Την δεκαετία του 60 άρχισε η ανοικοδόμηση, τα παλιά σπίτια γίνονταν πολυκατοικίες οπότε μοιραία το σπίτι μας έπρεπε να το γκρεμίσουν, η αλλαγή ήταν χαρά και λύπη, χαμόγελο και δάκρυ…. ‘άλλη γειτονιά, άλλοι φίλοι, άλλο σχολείο, άλλες συνήθειες. Στο διαμέρισμα πια καταργήθηκε το μαρτύριο του κουβά στην τουαλέτα υπήρχε καζανάκι με μια μακριά αλυσίδα μιας και η τοποθέτησή του γινόταν στο πατάρι. Η σκάφη παραχώρησε την θέση της στην μπανιέρα, το κατσαρολάκι στο τηλέφωνο του ντους. Το μπάνιο έγινε καθημερινή μας ευχαρίστηση ενώ ήταν η ταλαιπωρία του σαββατόβραδου ή της Κυριακής. Καλωσορίσαμε το πλυντήριο, την ηλεκτρική κουζίνα, την ξυλόσομπα τον χειμώνα , διαδέχτηκε το καλοριφέρ, δεν χρειαζόταν πια η θερμοφόρα κάτω από το πάπλωμα για να ζεστάνεις τα παγωμένα πόδια σου. Την αυτοσχέδια βεντάλια που φτιάχναμε με εφημερίδες το καλοκαίρι, αντικατέστησε ο ανεμιστήρας. Είχαμε μπει πια στον δρόμο της προόδου και του καταναλωτισμού.
Στην θέση του παλιού μου σπιτιού φύτρωσε μια πολυκατοικία, και στου διπλανού και στου απέναντι, ο δρόμος της γειτονιάς μίκρυνε, τώρα νομίζεις ότι είναι ο πάτος ενός πηγαδιού με παρκαρισμένα αυτοκίνητα δεξιά κι αριστερά, τώρα οι ακτίνες του ήλιου δεν φτάνουν στα μπαλκόνια, τα παιδιά δεν βγαίνουν στο δρόμο για παιχνίδι, παίζουν μόνα τους πίσω από τα κάγκελα των μπαλκονιών…..
ΤΟ ΠΑΤΡΙΚΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ
Το πατρικό το σπίτι μου νοστάλγησα να δω
Με την ψηλή την όμορφη πράσινη ακακία
Ξεκίνησα αργά- αργά και πήρα το στρατί
Μα άντ’ αυτού αντίκρισα μια πολυκατοικία
Ένα στενόμακρο κουτί φτιαγμένο από μπετόν
Καγκελωτά μικρά στενά άχαρα μπαλκονάκια
Που πίσω του σαν να ‘τανε μέσα σε φυλακή
Με κοίταζαν δύο όμορφα, δύο παιδικά ματάκια
Πριν κάποια χρόνια σε αυτή την ίδια γειτονιά
Έζησα εγώ σαν να ‘μουνα ελεύθερο πουλάκι
Μα συ μικρό μου χωρίς καν να νιώθεις τώρα ζεις
Φυλακισμένο δυστυχώς μες σε χρυσό κλουβάκι
Εμένα τα παιχνίδια μου με χώμα και νερό
Σκάβαμε με τους φίλους μου φτιάχναμε λακουβάκια
Κυλιόμαστε και τρέχαμε σαν παίζαμε κρυφτό
Στις γύρω αλάνες ,στις αυλές, στα πίσω τα σοκάκια
Εσένα τα παιχνίδια σου πολλά και ζηλευτά
Μπορεί να είναι ακριβά μα δεν θα καταφέρουν
Να σου γεμίσουν το κενό της μοναξιάς που ζεις
Αυτής που εγώ δεν έζησα, μ’ όσα κι αν σου προσφέρουν
Με πόση νοσταλγία θυμάμαι την αρχή κάθε σχολικής χρονιάς. Πηγαίναμε στο βιβλιοπωλείο του Καλούδη στην οδό Κολοκοτρώνη (υπάρχει ακόμα) για να ψωνίσουμε τα σχολικά μας είδη βιβλία, τετράδια , μπλε κόλλα για να τα ντύσουμε, μολύβια, γόμα, ξύστρα, ξυλομπογιές και μια κασετίνα. Καινούργια σχολική ποδιά με άσπρο κολλαριστό γιακά και άσπρα σοσόνια. Σχολική τσάντα δεν παίρναμε κάθε χρόνο, ήταν ακριβή και έτσι περνούσαμε με την ίδια δύο τρία χρόνια κι αν ήταν γερή πήγαινε στο μικρότερο αδερφάκι όπως άλλωστε και τα ρούχα που δεν μας έκαναν πια.
Το πρώτο μου σχολείο ήταν το 38ο στην οδό Πραξιτέλους και Βασ. Γεωργίου πάνω απο το παλιό εστιατόριο του Μπούτου της Καραντώνη όπως το έλεγαν ( Ηταν τότε συνήθεια να παίρνει το σχολειο αν και δημόσιο το ονομα του διευθυντή π.χ.τα σχολεία του Προμηθέα 21ο και 29ο τα έλεγαν του Γαλατά και του Παπαποστόλου) Θυμάμαι τις δασκάλες μου την κυρία Μαριάννα, Τερψιχόρη, Αννούλα, την κυρία Μαρίκα Μπάρκουλη (μητέρα του αγαπημενου Ανδρέα Μπάρκουλη)... τον κύριο Κωνσταντόπουλο και τον κύριο Βέργο.... όλοι με μια βέργα στο χέρι μακρυά που έτσι και την δοκιμαζαν τα χεράκια σου κοκκίνιζαν και έτσουζαν για μια εβδομάδα... Αυτό που δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω ήταν γιατι οταν έκανες κατι ασχημο σου ξερίζωναν το αυτί.... τι επώδυνο!!!! Είχα ένα συμμαθητή θυμάμαι ακόμα το όνομα του Ξενοφων Πιταούλης λεγόταν , που είχε κάπως πιο μεγάλα αυτιά από τα άλλα παιδιά και τότε νόμιζα ότι του είχαν μεγαλώσει από το τράβηγμα του δασκάλου!!!! Ας θυμθώ και μερικες συμμαθητριες μου που δεν τις εχω συναντησει ποτέ όλα αυτά τα χρόνια αν και θα το ηθελα... κολλητή μου ηταν η Σπυριδούλα η Ραφτοπουλου μεναμε κοντα και πηγαινοερχόμαστε μαζί ειχε δυό μακρυες σγουρες κοτσίδες, η Νένα η Κοιλάκου, η Άννα η Πετρούτσου,η Μαίρη η Ανδρονίκου, η Ευγενία η Μακρινού, η Μαίρη η Μαλοκίνη ..... Στο τέλος κάθε σχολικής χρονιά όλα τα σχολεία κάναμε γυμναστικές επιδείξεις σε κάποιο στάδιο στον Πειραία, με όμορφες στολές, κάθε σχολείο και διαφορετική. Ηταν γεγονός και το περιμέναμε με μεγάλη χαρά, κάναμε γυμναστικές ασκήσεις με στεφάνια και μπάλες και χορεύαμε δημοτικους χορούς και φυσικά ειχαμε θεατές τους γονεις μας που μας καταχειροκροτούσαν. (αυτά τώρα βέβαια έχουν καταργηθεί και για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω γιατι)
Τα Χριστούγεννα τα περιμέναμε με ξεχωριστή χαρά, θα στολίζαμε το δεντράκι μας,θα μας αγόραζαν καινούργια παπούτσια, πάντα λουστρίνια, παλτό, και βέβαια το δώρο μας, απο τα υπαίθρια μικρομαγαζάκια που εστηναν στους δρόμους, και έκαναν τοσο γιορτινή την ατμόσφαιρα, ένα παιχνίδι, μια μπάλα, μια κούκλα κοκάλινη χωρίς μαλλιά και γυμνή. Εμείς της ράβαμε τα ρούχα της από τα κουρελάκια της μοδίστρας που μας φύλαγε η μαμά. Αχ! Αυτές οι πρόβες στη μοδίστρα , ο χειρότερος μου εχθρός , να στέκομαι πάνω σε μια καρέκλα σαν την κούκλα και να με γεμίζουν καρφίτσες…. Θυμάμαι από εκνευρισμό με έπιανε φαγούρα στη μύτη…. Το έτοιμο ρούχο ακόμα δεν είχε κάνει την εμφάνισή του στις βιτρίνες και αν υπήρχε ήταν ακριβό (μάλλον για τα πλουσιόπαιδα).
Οι αγορές του Πάσχα πάλι είχαν μια ξεχωριστή μαγεία, το λουστρίνι το διαδεχόταν το άσπρο πεδιλάκι ένα νούμερο πάντα μεγαλύτερο γιατί θα το φορούσαμε όλο το καλοκαίρι και το πόδι μεγάλωνε γρήγορα, το παλτό έδινε την θέση του στο μαντώ από πιο λεπτό ύφασμα για τις ανοιξιάτικες ψυχρούλες… το Πάσχα το αγαπούσα ιδιαίτερα γιατί όλες τις ημέρες που δεν είχαμε σχολείο της περνούσα στο σπίτι της γιαγιάς μου στην οδό Αιδηνίου και Αθανασίου Διάκου πάνω απο την οδό Σκυλίτση στην Τροχιοδρόμων ετσι θυμάμαι λεγόταν δίπλα στο μπακάλικο του Ζόλια που υπαρχει ακόμα ερείπιο βέβαια πλέον....μαζί της ζύμωνα τα κουλουράκια, τα τσουρέκια, βάφαμε τα κόκκινα αυγά και με τα παιδιά της γειτονιάς πηγαινοφέρναμε τις λαμαρίνες στον φούρνο, του Οικονόμου στην οδό Πύλης και Τζαβέλα (λίγο πιο πάνω ηταν και το καφενείο του Μπουρνάκη) περνώντας το βουναλάκι που υπήρχε τότε και ήταν γεμάτο τσουκνίδες και μολόχες.... μοσχομύριζαν οι γειτονιές βανίλια, πορτοκάλι, μαστίχα και μαχλέπι πώς να ξεχαστούν αυτές οι υπέροχες μοσχοβολιές…. Σήμερα κανένα παιδί δεν εντυπωσιάζεται πια, προτιμάει κρουασάν με σοκολάτα πραλίνα αντί για τσουρέκι και μπισκότα γεμιστά αντί για τα σμυρναίικα κουλουράκια της γιαγιάς. Θυμάμαι ονόματα μικρομάγαζων σ εκείνη την γειτονια, θα ηθελα να τα αναφέρω, το ψιλικατζίδικο της Γαλάτειας, της κυρα Ρόδου, το μπακάλικο του Τσικάτου ή Τσουκάτου δεν θυμάμαι ακριβως το ονομα.
Τα καλοκαίρια μας δεν ειχαν διακοπές σε ξενοδοχεία, όσα παιδιά είχαν χωριά πηγαιναν να επισκεφθούν τον παππου και την γιαγιά να περασουν τους μηνες του καλοκαιριού στο βουνό ή στην θαλασσα ή μενανε στην πόλη απολαμβάνοντας ατελειωτο παιχνίδι στους χωματοδρομους της γειτονιάς και την στρωματσάδα στις ταρατσες.... Οι δικές μου οι διακοπές ήταν μπάνιο στα Βοτσαλάκια του Παρασκευά στην Καστέλλα και κάποια καλοκαίρια στην Κεφαλλονιά στο χωριό του μπαμπά μου στους πρόποδες του Αίνου.....
Ο παλιός Πειραιας εχει χαραχτει στην μνήμη μου, κάθε του γωνιά, Μια γειτονιά ήταν όλος, κατέβαινες στο κέντρο του και η καλημέρες διαδεχοταν η μια την άλλη, τα μαγαζιά του όλα με το ονομα του ιδιοκτήτη... Ο Χουτόπουλος, ο Βολικάκης, ο Απαλίδης ο Κουγιεντάκης , ο Χαραμής με την πιο ομορφη τυροπιττα που έχω φαει στην ζωή μου... οι Πυραμίδες με το φανταστικό κορνέ και το σάμαλι, το σουβλάκι του Αντώνη του τάκα-τάκα στην βασ. Σοφίας,με την υπεροχη σαλτσούλα που έβαζε και περίμενες στην ουρά για να πάρεις ένα.... ναι ένα!!! το βαλάντιο δεν επέτρεπε παρα πάνω.
Οι εποχές άλλαξαν….(μπορεί να είμαι νοσταλγός μιας παλιάς εποχής και να μου φέρνουν γλυκές αναμνήσεις , ίσως γιατί ήμουνα παιδί αλλά δεν θα ήθελα να ξαναζούσα το τότε.)
Φέρνω στην μνήμη μου το τηλέφωνο του μπακάλη (του κυρ-Μήτσου του Κοκολογιάνη) που σε φώναζε όταν υπήρχε ανάγκη, σιγά - σιγά μπήκε σε όλων τα σπίτια , μετά ήρθε το κινητό απαραίτητο « αξεσουάρ» δεν υπάρχει τσάντα ή τσέπη χωρίς κινητό, ήρθε το οικογενειακό αυτοκίνητο, μετά το ατομικό όλοι από ένα, κι αυτό απαραίτητο. Αργότερα το εξοχικό, ένα σπιτάκι για της καλοκαιρινές μας διακοπές το σπιτάκι το αυθαίρετο έγινε βιλίτσα. Η βαρκούλα κότερο ή ταχύπλοο. Το βιοτικό μας επίπεδο άρχισε να ανεβαίνει οι συνήθειες άλλαξαν το καφενείο έγινε καφετέρια , τα κεντράκια και οι ταβερνούλες, κέντρα πολυτελείας και μπαράκια, το κρασάκι, ουίσκι, το ραδιόφωνο που κόλαγες τα αυτί σου επάνω για να ακούσεις, στερεοφωνικό με δυνατά ηχεία, μπήκε στη ζωή μας η τηλεόραση, είδαμε πως ζει ο αμερικάνος, ο ευρωπαίος, πως ντύνεται , τι ακούει, τι χορεύει , τα κουρεία, κομμωτήρια ανδρών, τα μπακάλικα γίναν σουπερ μάρκετ, ο φούρνος ζαχαροπλαστείο, τα γλυκά κουταλιού, το χαλβαδάκι της μαμάς γίναν τούρτες, τιραμισού, προφιτερόλ….
ΝΟΣΤΑΛΓΩ…
Βρε ζωή, τώρα μου φαίνεσαι πιο άχαρη
Νοσταλγώ βρεμένη φέτα κι από πάνω ζάχαρη
Απ το μαύρο που ήταν τότε του φτωχού ψωμί
Κι είχε μιάμιση δραχμούλα το κιλό τιμή.
Νοσταλγώ μιας Κυριακής πρωί, λιακάδα
Μεσημέρι ησυχία, ύπνο στρωματσάδα.
Νοσταλγώ φωνές παιδιών στους δρόμους
Όπως τότε που ‘παιζαν κλέφτες κι αστυνόμους
Τότε που περίσσες φαίνονταν οι ώρες
Που με ξύλινα πατίνια βουρρρ!!! Στις κατηφόρες
Τότε που η φτώχεια μας ήταν αλυσίδα
Κι έκρυβαν τα όνειρα πάντοτε ελπίδα
Νοσταλγώ της μάνας μου την ζεστή αγκαλιά
Παραμύθια όμορφα που λεγ’ η γιαγιά
Και που τα παιδιά μας δύσκολα τα έχουν
Όχι πως δεν τ’ αγαπούν μα οι ώρες… τρέχουν.
Και ο χρόνος σήμερα βλέπεις είναι χρήμα
Κι αν κυλήσει άσκοπα, ίσως να ‘ναι κρίμα.!
Τα αγόρια της εποχής μου από τα 14 τους χρόνια πήγαιναν παραγιοί και μάθαιναν μια τέχνη κοντά στο αφεντικό, οι γιατροί, οι δικηγόροι ήταν λίγοι, (σήμερα μετριούνται στα δάχτυλα οι ηλεκτρολόγοι, οι υδραυλικοί, οι ξυλουργοί. ) Παντρεύονταν νωρίς, έκαναν δική τους οικογένεια στα 23-24 τους χρόνια. Τώρα σπουδάζουν παίρνουν πτυχία διπλά, φτάνουν 30 χρονών και είναι άνεργοι περιμένουν χαρτζιλίκι από τον μπαμπά , μιλούν ξένες γλώσσες και νιώθουν απογοητευμένοι.
Το χρήμα και η πρόοδος άλλαξαν την ζωή μας έχουμε σχεδόν τα πάντα και ότι επιθυμούμε μπορούμε να το αποκτήσουμε άμεσα έστω και με πλαστικό χρήμα, έτσι λοιπόν έχουν μάθει και τα παιδιά μας να μην τους λείπει τίποτα. Όμως εγώ μπορώ να ομολογήσω ότι εκείνη την εποχή που περίμενα αυτό το «κάτι» με έκανε ευτυχισμένη όταν έφτανε η ώρα να το αποκτήσω….Θυμάμαι ένα στυλό με τέσσερα χρώματα που το ειχα δει και το ήθελα τοσο πολύ, έκανε 8 δραχμές και δέκα ολόκληρες μέρες δεν αγόραζα κουλούρι με το χαρτζιλίκι μου για να το αγοράσω και όταν το πήρα είχε τεραστια αξία για μένα γιατι ήταν κατι που το απέκτησα με αυτή την μικρή στέριση.
Δεν θα ήθελα τα παιδιά μας να ζήσουν όπως ζήσαμε εμείς εκείνα τα στερημένα χρόνια, απλά θα ήθελα να μάθουν να εκτιμούν αυτά που έχουν σήμερα. Γιατί η φτώχεια προσαρμόζεται στον πλούτο, ο πλούτος όμως δεν μπορεί να προσαρμοστεί στην φτώχεια.!!!!!
ΤΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου