Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

ΑΦΗΝΩ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ.....



Αφήνω τα όνειρα να κάνουνε φτερά
Να σκίσουν το κουκούλι τους
Να γίνουν χρυσαλίδες

Και να πετάξουνε ψηλά, πολύ ψηλά…
Να συναντήσουν τις χαμένες μου ελπίδες

Αυτές που μάζευα σαν ήμουνα παιδί
Και που τις είχα φυλαχτό στο μαξιλάρι

Σ αυτές που έβαζα τις νύχτες μου πανιά
Και πρόσταζα τον νου μου να σαλπάρει

Να ταξιδεύει σε πελάγη ονειρικά
Να συναντά τους Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες
Στις Κίρκης να αράζει το νησί
Να τραγουδούν σειρήνες, Και γοργόνες
ν’ ακολουθούν την ρότα!

Και η πλανεύτρα θάλασσα να λαμπιρίζει
Από του ήλιου τ’ άπλετο χρυσάφι
Κι αργά αργά  το σούρουπο να πέφτει,
να νυχτώνει,  και με Το αίμα
της καρδιάς  τον ουρανό να το βάφει!!!!

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

ΠΡΩΤΗ ΑΓΑΠΗ

ΠΡΩΤΗ ΑΓΑΠΗ

Της εφηβείας τα όνειρα που χάραξα στη μνήμη
Δεν βούλιαξαν, δεν χάθηκαν στης μοναξιάς τη λίμνη

Πρώτη μου αγάπη, όνειρο θολό,
 με διαυγή μορφή ξαναγυρίζεις
τρυπώνεις σαν αγκάθι
στο μυαλό, κι αργά- αργά το βασανίζεις.

Του πόθου η ανεκπλήρωτη χαρά,
Κυρίαρχος στις ίνες του κορμιού μου
Πρώτο φιλί καίει τα χείλη μου ξανά
Αυτό που το ‘σκασε
Από το χρονοντούλαπο του νου μου

Πώς να ‘ναι άραγε στο σήμερα η μορφή σου;
Τα πλούσια χαλκοκάστανα μαλλιά
Του ασημιού θα έχουνε το χρώμα
Κι ο χρόνος ίσως κύρτωσε
Τ’ αθλητικό σου σώμα
 Όμως το χαμογέλιο σου,
Σίγουρα θα ‘χει μείνει, το ίδιο, τ ‘ απαράλλακτο…

Ω! στ’ αλήθεια πόσο λάτρεψα….

Τα δύο λακκάκια που έσκαγαν
Αχνά στα μαγουλά σου,
Σαν με φιλούσαν τρυφερά
Τα χείλη τα υγρά σου
Το χέρι σου όταν έσφιγγε
Μέσα του το δικό μου
Το βλέμμα σου όταν χάιδευε
Γλυκά το πρόσωπο μου.

Της μοίρας όμως τη γραφή, κανένας δεν ορίζει
Τα πάνω κάτω στη ζωή αν θέλει τα γυρίζει….

Θα σε γνωρίσω άραγε αν θα σε συναντήσω;
Ή θα ‘τανε καλύτερα πάλι να φυλακίσω
Τις αναμνήσεις μου ξανά
Μες τις καρδιάς τα βάθη
Και να της πω…
«καρδούλα μου, το όνειρο εχάθει»




Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010

πλήθος αγγέλων ψάλλουσι....


ΠΛΗΘΟΣ ΑΓΓΕΛΩΝ ΨΑΛΛΟΥΣΙ!!!!

Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι / Το δόξα εν υψίστοις
Μέσα σε φάτνη έρχεται  / Της πλάσεως ο κτίστης

‘Έρχεται φέρνοντας στη γη / αγάπη και ειρήνη
γιορτάστε εις ανάμνηση /όλοι, την μέρα εκείνη

Πετάξτε μες απ’ τις καρδιές / Τα μίση και τα πάθη
Και γονατίστε ταπεινά / Στο νεογνό που θα ‘ρθει

Ακροδαχτύλων άγγιγμα / Ειν’ αρκετό και φτάνει
Τον πόνο που ‘χει η καρδιά / Ευθύς να τον γλυκάνει

Χαρίζοντας απλόχερα / Μες την ψυχή γαλήνη
Που η πίκρα κι αν εστάλαξε / Ανάμνηση να γίνει.

Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

smile doramanataki: O KYKLOS MOY

smile doramanataki: O KYKLOS MOY

smile doramanataki η πολυθρόνα (ποίημα)

smile doramanataki η πολυθρόνα!

smile doramanataki: ΤΟ ΚΟΥΦΕΤΟ (διήγημα)

εικόνες με ποίηση (Ντόρα Μανατάκη (Κουλουμπή)

εικόνες με ποίηση (Ντόρα Μανατάκη (Κουλουμπή)

Ντόρα Μανατάκη (Κουλουμπή): ακριβό μου ταίρι

Ντόρα Μανατάκη (Κουλουμπή): ακριβό μου ταίρι: "ΑΚΡΙΒΟ ΜΟΥ ΤΑΙΡΙ Ακριβό μου ταίρι Κράτα μου ο χέρι Γίνε συ τ΄ αστέρι Που θα μ’ οδηγεί Σ’..."

τα κάλαντα στους "αρχοντες"

Καλήν εσπέρα άρχοντες
Χωρίς τον ορισμό σας
Με τα δικά μου κάλαντα
Περνώ στ’ αρχοντικό σας

Εκείνο το αρχοντικό
Όπου βουλή το λένε
Κι όσοι είναι μέσα χαίρονται
Και οι απ’ έξω κλαίνε….
‘’Αλλη μια χρονιά πολυτάραχη έφτασε στο τέλος της. Μια χρονιά που τα είχε όλα. Απεργίες, ανεργία, φονικά, εκλογές, πικρό γέλιο, δάκρυ, ξεσπάσματα οργής, αλλά και καινούργια «φρούτα» άγνωστα μέχρι σήμερα, μνημόνιο, τρόικα, περαίωση… απ όλα  είχε ο μπαξές!!!Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς… αν και εμείς οι Έλληνες έχουμε το «προσόν» να ξεχνάμε εύκολα γιατί αν δεν το είχαμε τα πράγματα θα ήταν αλλιώς. Δεν θα μας κυβερνούσαν οι ίδιοι άνθρωποι δεκαετίες τώρα «απ τον παππού στον εγγονό» και πάει λέγοντας…
            Αγαπητοί μου άρχοντες της εξουσίας και της αντιπολίτευσης, αυτές τις άγιες μέρες κατεβείτε από τον ονειρικό κόσμο που έχετε στήσει τον θώκο σας, βγείτε από τις πολυτελείς βίλες σας. Αφήστε τα πανάκριβα αυτοκίνητα σας και ζήστε με τον άμοιρο λαό που σας ψήφισε και τον γελάσατε τον κοροϊδέψατε. Επισκεφθείτε τις φτωχογειτονιές που κάποτε η μοσχοβολιά  ξεχύνονταν από τις κουζίνες των σπιτιών, όταν έψηναν τα μελομακάρονα,  τους κουραμπιέδες τις βασιλόπιτες για το καλωσόρισμα των Χριστουγέννων και του καινούργιου χρόνου. Τώρα… για ανοίξτε το ψυγείο του άνεργου πατέρα, του απλήρωτου εργάτη, του άμοιρου συνταξιούχου που πετάξατε στον δρόμο με τα ψίχουλα που του αφήσατε για να ζήσει, κι ας πλήρωνε μια ζωή τα ταμεία σας, που τα τινάξατε στον αέρα και χωρίς ντροπή,  έχετε το θράσος να τον θεωρείται συνυπεύθυνο. Μείνετε ένα εικοσιτετράωρο μέσα στο παγωμένο του σπίτι, το χωρίς θέρμανση αφού δεν  υπάρχουν χρήματα για να αγοράσει πετρέλαιο. Ρωτήστε το παιδί του αν λαχταράει ένα καινούργιο ρούχο, ένα ζευγάρι παπούτσια, ή έστω ένα παιχνίδι.
            Έχετε υποχρέωση να ακούσετε τις κραυγές απελπισίας των ανθρώπων που σας ψήφισαν, σας έβαλαν στο ψηλότερο βάθρο για να περνάτε καλά με τις παχυλές αμοιβές που εισπράττετε, και μπορείτε να σπουδάζετε τα παιδιά σας, να ζείτε στην θαλπωρή, και να απολαμβάνετε αγαθά που άλλοι δεν μπορούν ούτε να ονειρευτούν. Και κάτι ακόμα, μην παίρνετε όταν βγαίνετε στο γυαλί το θλιμμένο υφάκι της κατανόησης, γιατί δεν σας ταιριάζει είναι τόσο ψεύτικο και δεν πείθει κανέναν.
            Η φτώχια και η εξαθλίωση στην  χώρα μας έχει χτυπήσει κόκκινο και είτε θέλετε να το παραδεχθείτε είτε όχι εσείς έχετε την ευθύνη. Μη λοιπόν μένετε στον κόσμο σας τον αγγελικά πλασμένο και προπαντός μην έχετε σαν μέτρο σύγκρισης τον περίγυρό σας. Δείτε τα πρόσωπα των ανθρώπων,  που καθημερινά περπατούν στους δρόμους   μπαίνουν στα λεωφορεία,  ψάχνουν για ένα μεροκάματο, σκυθρωπά, σκυφτά, και γκρίζα. Έχετε φέρει τον λαό στα όρια του και μια παροιμία λέει « φωνή λαού οργή θεού»
            Θα μπορούσα να σας πω πολλά, δεν ξέρω αν ωφελεί γιατί θα μου πείτε «μας τα’ παν άλλοι» αρκούμαι σ ‘ αυτά και λυπάμαι που δεν έχω το κουράγιο να στείλω ευχές ψεύτικες για έναν καινούργιο χρόνο καλύτερο….
Ντόρα Μανατάκη



Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

Η προσευχή! (χριστουγεννιάτικη ιστορία)

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ                                 Λάδι σε μουσαμά Ντ. Μανατάκη

Παραμονή Χριστουγέννων 1941
Η Ζωή καθισμένη στο μικρό σιδερένιο ντιβάνι του δωματίου, προσπαθούσε να μπαλώσει κάτι κάλτσες του αδελφού της.
Ήταν ένα όμορφο κορίτσι δεκάξι χρονών,, άπειρο, άβγαλτο, δειλό, ούτε καν σχηματισμένο ακόμη. Και αύριο, ανήμερα της γιορτής των Χριστουγέννων θα γινόταν ο γάμος της.
Το προσωπάκι της ήταν ανέκφραστο. Καμία χαρά δεν ζωγραφίζονταν στα δυο μεγάλα καστανά μάτια της. Η απόφαση ήταν των γονιών της. Ο γαμπρός κάμποσα χρονάκια μεγαλύτερός της,, ωραίο παλικάρι, μα στην καρδιά της Ζωής δεν έλεγε τίποτα.
Η πείνα της κατοχής, θέριζε την Αθήνα, τον Πειραιά και τα προάστια. Δύο τρείς βδομάδες τώρα είχε φτάσει και στην δική τους την πόρτα. Λίγο ρύζι και ελάχιστο αλεύρι ήταν τα τελευταία τους τρόφιμα. Και αυτά τα είχαν εξασφαλίσει πουλώντας την ραπτομηχανή της μάνας της. Ο κυρ-Παντελής, ο πατέρας της, ένοιωθε απελπισμένος όταν γυρνώντας στο σπίτι, έβλεπε τα μάτια των παιδιών του καρφωμένα στα άδεια του χέρια. Πριν απ’ αυτόν τον καταραμένο πόλεμο, την μαύρη κατοχή, δούλευε σ’ ένα εργοστάσιο. Ήταν καλά… μα τώρα!! Τώρα προσπαθούσε κάνοντας διάφορες δουλειές να εξοικονομεί ελάχιστα χρήματα και δυστυχώς τις τελευταίες μέρες δεν μπορούσε ούτε αυτό να κατορθώσει. Γι αυτό άλλωστε αποφάσισε να παντρέψει και τη Ζωίτσα του με τον Γρηγόρη Ο Γρηγόρης ήταν από την Θεσσαλονίκη καλό παιδί, εργατικό. Είχε νοικιάσει εδώ και κάμποσους μήνες ένα δωματιάκι στην μικρή τους αυλή. Έβλεπε τη Ζωή, την ερωτεύτηκε και αποφάσισε να την ζητήσει από τον πατέρα της Θα την έπαιρνε στη Σαλονίκη κοντά στους δικούς του. Εκεί καθώς τους έλεγε δεν είχε φτάσει ακόμα η πείνα υπήρχαν αρκετά αγαθά.
« Ίσως, γλιτώσει το κορίτσι μας» έλεγε στη γυναίκα του ο κυρ-Παντελής.
Εκείνο το πρωί αξημέρωτα σχεδόν ξεκίνησε αποφασισμένος να βρει κάτι φαγώσιμο, δεν ήξερε τι, όμως κάτι να βάλουν στο τσουκάλι για τον γάμο της αγαπημένης του κόρης. Κάποιος γείτονας του είχε πει για ένα χτήμα που είχε ένας έμπορος, μερικά χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα και έκανε αλισβερίσια. Έπαιρνε πράγματα αξίας και έδινε τρόφιμα. Από βραδύς είχε μιλήσει με τη κυρά του . Της είχε ζητήσει να του δώσει εκείνο το δαχτυλίδι που της είχε χαρίσει τότε στο δικό τους γάμο, κειμήλιο της μακαρίτισσας της μάνας του, της αρχόντισσας από την Σμύρνη, που το ’χε φέρει μαζί της μετά την καταστροφή. Ήταν μεγάλης αξίας , μ’ ένα διαμάντι σαν φουντούκι μεγάλο καθώς έλεγε. Πονούσε η ψυχή του γι αυτό το μοναδικό ενθύμιο της συχωρεμένης της μάνας του, όμως τι μπορούσε να κάνει; Σ΄ αυτές τις μέρες που είχαν φτάσει δεν είχε πια αξία ούτε η ανθρώπινη ζωή, τα άψυχα θα είχαν;
Μια ολόκληρη μέρα περπατούσε μες τα χωράφια ψάχνοντας τον λήσταρχο έμπορο, τον εκμεταλλευτή της ανάγκης και με χίλια παζάρια κατάφερε να του πάρει μερικά τρόφιμα.
Μόλις σουρούπωσε, επέστρεψε κατάκοπος στο σπίτι, έχοντας χωμένα κάτω από το φαρδύ παλτό του, μια κότα, λίγο αλεύρι, ένα μπουκάλι λάδι και ένα μικρό κουνουπίδι.
Η καρδιά του έτρεμε σαν του λαγού μέχρι να φτάσει στην πόρτα του σπιτιού του. Αν τον έπαιρναν είδηση, τι κουβαλούσε κινδύνευε ακόμη και η ζωή του από τους πεινασμένους που τριγυρνούσαν στους δρόμους ψάχνοντας στα σκουπίδια για καμιά λεμονόκουπα ή σερνόμενοι στα πεζοδρόμια, έτρωγαν τα χορταράκια που φύτρωναν ανάμεσα στις πέτρες κραυγάζοντας με όση δύναμη στη φωνή τους είχε απομείνει, «πεινάω, πεινάω» και ξεψυχούσαν σαν πληγωμένα πουλάκια. Μαύρες μέρες, μαύρες ώρες, μαύρες στιγμές….
Η συντρόφισσα του κυρ- Παντελή πέταξε από την χαρά της σαν είδε τα αγαθά που έφερε ο άντρας της. Σταυροκοπήθηκε, και παίρνοντας λίγο αλεύρι ζύμωσε δυο πιττάκια , τα τηγάνισε, και έδωσε στα παιδιά να φάνε για βράδυ.
«Σ’ ευχαριστώ θεέ μου, σήμερα δεν θα κοιμηθούνε νηστικά» μουρμούρισε και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.
Μετά το φτωχικό δείπνο η Ζωή έστρωσε το μικρό της ντιβανάκι και έπεσε να κοιμηθεί. Στο μυαλό της τριγυρνούσαν χιλιάδες σκέψεις. Τα μάτια της παρ’ όλη την κούραση της ημέρας δεν έλεγαν να κλείσουν. Ήθελε να νιώσει χαρούμενη, αλλά δεν τα κατάφερνε. Σαν όραμα ,έφερνε στη σκέψη της την αυριανή μέρα. Στη θέση του Γρηγόρη δίπλα της, γαμπρό έβλεπε τον Νάσο, το γειτονόπουλο που είχαν μεγαλώσει μαζί και που ήταν ο κρυφός της έρωτας . Αυτόν ήθελε να παντρευτεί, αυτόν ήθελε για άντρα της. Ακόμα ήθελε να φορέσει νυφικό, να πάει στην εκκλησία, να φτιάξουν μπομπονιέρες με κουφέτα… όχι όπως θα γινόταν ο δικός της γάμος αύριο μέσα στο σπίτι, με τον παπά- Λάζαρο τον γείτονα, που θα ερχόταν να ψάλλει το «Ησαΐα χόρευε», την Λιλίκα την κόρη του κουμπάρα και καλεσμένους, τους συγκάτοικους τις μικρής τους αυλής .
’Άρχισε να κλαίει βουβά και να καταριέται την μοίρα της, τη μαύρη κατοχή, τους Γερμανούς ακόμα και τη μάνα της που άφηνε να γίνει αυτός ο γάμος. Αχ! Και να ήτανε πιο μεγάλη, πιο δυνατή, να φωνάξει ΟΧΙ να το ακούσουν όλοι. Τώρα, έφτανε μέχρι την άκρη της γλώσσας της και δεν τολμούσε να το ξεστομίσει. Πόσο βαριά ένιωθε την ψυχή της…
Έξω από το παράθυρο ακούστηκε ένας θόρυβος κάτι σαν βήματα της φάνηκαν, η Ζωή παραξενεύτηκε. Ήξερε πως η κυκλοφορία στους δρόμους ήταν απαγορευμένη την νύχτα. Σηκώθηκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε πατώντας στις μύτες των ποδιών της. Μοναδικό φως στο σκοτεινό δωμάτιο ήταν το καντηλάκι που είχε ανάψει η μάνα της, με το λάδι που έφερε ο κυρ-Παντελής. Πλησίασε τις γρίλιες του παραθύρου, από κάποιο σημείο έλειπαν δυο, τις είχαν βγάλει αυτή και ο αδελφός της επίτηδες για να κοιτάζουν έξω. Το φως στο δρόμο ήταν λιγοστό. Μια αντρική φιγούρα περπατούσε παραπατώντας στο απέναντι πεζοδρόμιο, φορούσε στολή και η Ζωή κατάλαβε πως ήταν γερμανός αξιωματικός. Σταμάτησε, Στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα περίστροφο και στο αριστερό ένα κομμάτι χαρτί κάτι σαν φωτογραφία, της φάνηκε. Σε μια στιγμή έφερε το περίστροφο στον κρόταφό του. Η Ζωή πάγωσε . Στο μυαλό της άρχισαν να τρέχουν εικόνες. Είδε τον πατέρα της, τον αδελφό της, τον Γρηγόρη, τον Νάσο, όλους τους άντρες της γειτονιάς της στημένους στον τοίχο να τους γαζώνουν τα γερμανικά αυτόματα. Το ίδιο που είχε γίνει και πριν μερικές μέρες , δυο γειτονιές πιο κάτω όταν βρέθηκε ένας γερμανός σκοτωμένος σε κάτι χαλάσματα. Έστησαν μπλόκο, πήραν όλους τους άντρες ακόμα και τα μικρά παιδιά και ξεκληρίστηκε ολόκληρη γειτονιά.
Έσφιξε τα παγωμένα χέρια της μπροστά στο στήθος της, έκλεισε τα μάτια της και άρχισε να προσεύχεται λαχανιασμένα.
« Παναγιά μου λυπήσου μας, μην αφήσεις να χαθούν τόσες ζωές. Πάρε εμένα καλύτερα τούτη τη στιγμή . Είμαι έτοιμη, για κάθε θυσία. Σε παρακαλώ μέσα από τα βάθη της ψυχής μου. Λυπήσου μας!!!»
Τα δευτερόλεπτα της φάνηκαν αιώνες. Ποτέ ξανά δεν είχε προσευχηθεί η Ζωή με τόση θέρμη. Αυτή η προσευχή το ένιωσε ότι βγήκε μέσα από τα βάθη της ψυχής της ήταν μια κραυγή φόβου απελπισίας και ελπίδας.
Άνοιξε τα μάτια της . Ο γερμανός αξιωματικός είχε κατεβάσει το περίστροφο από τον κρόταφό του, το είχε βάλει πάλι στην θήκη της στολής του και τρικλίζοντας με όσο ήταν δυνατόν γρήγορα βήματα, τράβηξε προς το ανηφοράκι που έβγαζε στον κεντρικό δρόμο.
Με κομμένα τα πόδια της η Ζωή από την τρομάρα, έπεσε αποκαμωμένη στο στρώμα.
«σ’ ευχαριστώ παναγιά μου» ψιθύρισε με τα δάκρυα να κυλούν καυτά, ασταμάτητα στα μάτια της.
Την άλλη μέρα η Ζωή δεν μίλησε σε κανέναν για τον εφιάλτη που είχε ζήσει την προηγούμενη νύχτα. Μονάχα σταυροκοπήθηκε μπροστά στο εικόνισμα της παναγίας και ένιωσε το βάρος της ψυχής της να φεύγει. Σε λίγες ώρες θα γινόταν ο γάμος της. Ήταν μια μέρα χαράς που όμως θα μπορούσε να ήταν μια ημέρα πένθους, αβάσταχτου πόνου για τα αγαπημένα της πρόσωπα αν η παναγιά δεν έκανε το θαύμα της, αν η προσευχή της δεν έφτανε εκεί ψηλά.
Σαν είδε τα γελαστά πρόσωπα των δικών της ανθρώπων και τις ευχές που της έδιναν, άφησε την ελπίδα να την αγκαλιάσει και την λύτρωση να φωλιάσει στην ψυχή της. Θα προσπαθούσε να ζήσει κοντά στον Γρηγόρη ευτυχισμένη στο δικό τους νέο σπιτικό. Ίσως αυτή να ήταν η θυσία που υποσχέθηκε χθες βράδυ στην Παναγία.
Η Ζωή πέρασε μαζί με τον Γρηγόρη ευτυχισμένα χρόνια. Απέκτησαν παιδιά, εγγόνια και δεν μετάνιωσε ποτέ για την θυσία της. Κάθε παραμονή Χριστουγέννων φέρνει στη μνήμη της εκείνη την εφιαλτική νύχτα και ευγνωμονεί την Παναγία που άκουσε τότε την προσευχή της και έκανε το θαύμα της.

ΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

Ντόρα Μανατάκη (Κουλουμπή): Η πιο ωραία ζωή ειναι του συνταξιούχου!!!! χαχα!!

Ντόρα Μανατάκη (Κουλουμπή): Η πιο ωραία ζωή ειναι του συνταξιούχου!!!! χαχα!!

Ντόρα Μανατάκη (Κουλουμπή): Στον Νίκο Ξυλούρη (ποίημα)

φίλε μου άκου..._0001.wmv (σ΄τιχος Ντ.Μαν.)

στα συννεφα του δειλινου_0001.wmv

Μειναμε οι δυό μας_0001.wmv (στίχος Ντορα Μανατάκη η μουσική και η ερμηνεία της καλης μου φίλης Λένας Ιωάννου)

αποφασίζω- ποίηση με ήχο φιν_0001.wmv

η εξουσία της ψυχής_0001.wmv

Μικρή ποιητική συλλογή.wmv

Μικρή ποιητική συλλογη Νο 2.wmv

Eκδρομή στήν Αγία θεοδώρα 1ο μέρος 27/11/2010

Ποήημα: "ΖΩΗ ΠΕΖΗ"

Αγία θεοδώρα μέρος 2ο