Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

ΠΕΡΣΕΑΣ ΚΑΙ ΑΝΔΡΟΜΕΔΑ (ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ)



Ο Ακρίσιος, ο Βασιλιάς του Άργους, είχε μία μοναχοκόρη, τη Δανάη, αλλά δεν είχε γιους ώστε να κληρονομήσουν το βασίλειο του. Η επιθυμία του να αποκτήσει ένα γιο ήταν τόσο μεγάλη, που αποφάσισε να ταξιδέψει μέχρι το μαντείο των Δελφών για να συμβουλευτεί την Πυθία. 

«Όχι εσύ, Ακρίσιε, αλλά η κόρη σου Δανάη θα αποκτήσει ένα γιο. Κι αυτό το παιδί θα είναι η αιτία του θανάτου σου!» του είπε η ιέρεια του μαντείου.

Για να εμποδίσει την πραγματοποίηση του χρησμού, ο Ακρίσιος έδωσε εντολή να κατασκευαστεί μια υπόγεια φυλακή, στο κέντρο της αυλής του παλατιού του, όπου έκλεισε την όμορφη Δανάη. Μόνο η τροφός της Δανάης μπορούσε να την επισκέπτεται καθημερινά σ' αυτό το παράξενο κελί που έμοιαζε με τάφο, για να της πηγαίνει φαγητό και να τη φροντίζει. Όμως το σχέδιο του Ακρίσιου δε στάθηκε ικανό να εμποδίσει το Δία να δει την κοπέλα και να την ερωτευτεί. Για να καταφέρει να την πλησιάσει, ο πατέρας των θεών μεταμορφώθηκε σε χρυσή βροχή που μπήκε μέσα στην υπόγεια φυλακή από μια σχισμή στη μεταλλική σκεπή της.

Έτσι, έπειτα από λίγο καιρό η Δανάη έφερε στον κόσμο ένα γιο, τον Περσέα, και με τη βοήθεια της τροφού της τον κράτησε κρυφό από τον κόσμο. 




Η οργή του Ακρίσιου 

Είχαν περάσει τρία με τέσσερα χρόνια, όταν μια μέρα, περπατώντας στην αυλή του παλατιού του, ο Ακρίσιος άκουσε μια παιδική φωνή κάτω από το έδαφος. Ήταν η φωνή του Περσέα, που γέλαγε χαρούμενος παίζοντας. Οργισμένος ο βασιλιάς που εξαπατήθηκε, καταδίκασε σε θάνατο την τροφό της κόρης του και ανάγκασε τη Δανάη να ομολογήσει μπροστά στο ιερό του Δία το όνομα του πατέρα του παιδιού της. 

«Το όνομα του είναι Δίας» ομολόγησε η Δανάη, αλλά ο Ακρίσιος θύμωσε ακόμα περισσότερο, πιστεύοντας πως η κόρη του έλεγε ψέματα. 

«Κλείστε μητέρα και παιδί σε μια λάρνακα, σφραγίστε την και πετάξτε την στη θάλασσα» διέταξε ο βασιλιάε. Έτσι κι έγινε, αλλά η λάρνακα δεν βούλιαξε. Παρασυρμένη από τα θαλάσσια ρεύματα, ταξίδεψε στο πέλαγος και έφτασε έπειτα από καιρό στη Σέριφο, ένα από τα νησιά των Κυκλάδων. Εκεί βασιλιάς ήταν ο Πολυδέκτης. Ένας ψαράς που τον έλεγαν Δίκτη είδε τη λάρνακα να επιπλέει στο νερό και με τη βοήθεια μερικών συντρόφων του πέταξε στη θάλασσα ένα δίχτυ και την τράβηξε στη στεριά. Ετσι η Δανάη και ο Περσέας σώθηκαν από βέβαιο πνιγμό, αλλά όχι και από τις συμφορές που ήταν γραφτό να τους βρουν στο μέλλον.

Στο νησί της Σερίφου 

Ο Περσέας μεγάλωσε στο νησί και έγινε ένα δυνατό παλικάρι που φρόντιζε τη μητέρα του, η οποία στο μεταξύ είχε γοητεύσει το βασιλιά Πολυδέκτη. Μια μέρα, ο βασιλιάς κάλεσε τον Περσέα σε ένα από τα συμπόσια του παλατιού ζητώντας του, όπως και με τους υπολοιπούς καλεσμένους, να του φέρει δώρο ένα άλογο. Βέβαιος πως ο Περσέας, που είχε μεγαλώσει δίπλα σε έναν απλό ψαρά, δε θα μπορούσε να εκπληρώσει την επιθυμία του. Ο νέος, όμως, δεν πτοήθηκε και ανακοίνωσε στο Βασιλιά πως θα ερχόταν στο συμπόσιο, αλλά αντί για άλογο θα του έφερνε το κεφάλι της Μέδουσας. 

Οι Γοργόνες 


Η Μέδουσα ήταν μία από τις Γοργόνες, τις τρείς τρομακτικές αδελφές με μορφή τεράτων. Στα χέρια τους είχαν νύχια αρπακτικού, στο κεφάλι τους αντί για μαλλιά ζωντανά φίδια και στην πλάτη χρυσά φτερά που τους επέτρεπαν να πετούν. Τα μάτια τους, με βλέμμα ανατριχιαστικό, μεταμόρφωναν σε πέτρα όποιον θνητό τα κοιτούσε. Από τις τρείς αδελφές η μόνη θνητή ήταν η Μέδουσα.

Όταν ο Περσέας ξανασκέφτηκε την υπόσχεση που τόσο απερίσκεπτα είχε δώσει στο βασιλιά, ρίγησε. Ήταν υποχρεωμένος να τηρήσει την υπόσχεση του, αλλά δεν είχε ιδέα πώς θα τα κατάφερνε! Σκεπτικός, άρχισε να περπατά κατά μήκος της ακτής του νησιού. Είχε φτάσει στην άκρη της ακτής, αλλά ακόμα δεν είχε βρει τη λύση. 

Αποκαμωμένος, κάθισε σ' ένα βράχο και έβαλε τα κλάματα. «Αλίμονο, πώς θα βρω τις Γοργόνες; Και με τι τρόπο θα καταφέρω να πιάσω την τρόμερή Μέδουσα;» αναρωτιόταν. Ο πρώτος από τους θεούς που βοήθησε τον Περσέα ήταν ο Ερμής, ο αγγελιαφόρος των θεών. «Οι Γοργόνες ζουν στην άλλη άκρη του Ωκεανού, κοντά στους κήπους των Εσπερίδων, εκεί όπου αρχίζει το Βασίλειο της Νύχτας» είπε ο Ερμής προσφέροντας στον Περσέα ένα κοφτερό ξίφος.

Μόλις έφυγε ο Ερμής, μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Περσέα εμφανίστηκε η Αθηνά, που τον οδήγησε στις Ναιάδες, τις Νύμφες του υγρού στοιχείου, που κατοικούσαν στο νησί, σε μια σπηλιά εκεί κοντά. «Μόνο εσείς μπορείτε να βοηθήσετε τον Περσέα» τις παρακάλεσε η Αθηνά. Αμέσως, οι Ναιάδες έσπευσαν να βοήθησουν το νέο. Η μία του έδωσε ένα ζευγάρι φτερωτά σανδάλια, η άλλη του φόρεσε στο κεφάλι το κράνος του Άδη που έκανεαόρατο όποιον το φορούσε, ενώ η τρίτη του έδωσε ένα σακί μέσα στο οποίο θα έπρεπε να βάλει το κομμένο κεφάλι της Μεδούσας. 

Ο θάνατος της Μέδουσας 


Ο Περσέας ξεκίνησε αμέσως το ταξίδι του. Ελαφρύς σαν πούπουλο χάρη στα φτερωτά του σανδάλια, μπορούσε να πετάει ψηλά στον αέρα. Διέσχισε με ευκολία τον Ωκεανό και έφτασε γρήγορα στα σύνορα του βασιλείου της Νύχτας. Εκεί, στις υπόγειες στοές μιας μυστηριώδους σπηλιάς, που τη φυλούσαν οι Γραίες, κρύβονταν οι εφιαλτικές Γοργόνες. 



Οι Γραίες, κόρες κι αυτές, όπως και οι Γοργόνες, του θαλασσινού θεού Φόρκη, ήταν τρεις θεές με μορφή γερασμένων γυναικών. Φαλακρές από τότε που γεννήθηκαν, είχαν ένα μόνο δόντι και ένα μόνο μάτι, που το δανείζονταν με τη σειρά. Για το λόγο αυτό, φυλούσαν την είσοδο της σπηλιάς μία κάθε φορά και ποτέ όλες μαζί. Τη στιγμή, μάλιστα, που η μία από τις Γραίες έβγαζε το μάτι για να το παραδώσει στην επόμενη ήταν και οι τρεις τους τυφλές. Ο Περσέας φόρεσε το κράνος του Άδη που τον έκανε αόρατο, πλησίασε τις θεές και, τη στιγμή που το μοναδικό τους μάτι άλλαζε χέρια, το άρπαξε σαν αστραπή. «Θα σας επιστρέψω το μάτι σας, αν μου δείξετε πού κρύβονται οι Γοργόνες» απάντησε αποφασιστικά ο Περσέας στις τρεις γριές που άρχισαν να διαμαρτύρονται. 

Αφού πήρε την απάντηση που ήθελε, ξεκίνησε το ταξίδι του μέσα στη σπηλιά, με την προστασία της Αθηνάς, που τον ακολουθούσε σιωπηρά. Περπάτησε αρκετή ώρα μέσα στο λαβύρινθο με τις υπόγειες σήραγγες, ώσπου έφτασε στην κρυψώνα των Γοργόνων, που κοιμόνταν ανυποψίαστες. Πλησίασε τη Μέδουσα και, κοιτάζοντας την αντανάκλαση της στην ασπίδα της Αθηνάς, ώστε να αποφύγει το θανατηφόρο βλέμμα της, σήκωσε το σπαθί του και με μια γρήγορη κίνηση έκοψε το φοβερό κεφάλι. 

Πήγασος, το φτερωτό άλογο 

Από το άψυχο σώμα της τερατώδους Μέδουσας δεν έτρεξε μόνο αίμα. Από τον ακέφαλο λαιμό της πετάχτηκε ένα φτερωτό άλογο, ο Πήγασος, και ένας γίγαντας, ο Χρυσάορας. Ο Περσέας, αφού έβαλε το κομμένο κεφάλι της Μέδουσας στο σακί του, ανέβηκε στη ράχη του φτερωτού Πήγασου και πέταξε μακριά από τη σπηλιά. 


Οι άλλες δύο Γοργόνες, που στο μεταξύ είχαν ξυπνήσει, Βλέποντας το ακέφαλο σώμα της αδελφής τους, πήραν στο κυνήγι τον Περσέα. Έτρεξαν οργισμένες έξω από τη σπηλιά και συνέχισαν την καταδίωξη στον ουρανό. Όμως ο Περσέας, φορώντας το κράνος του Αδη, έγινε αόρατος και κατάφερε να τους ξεφύγει και να εξαφανιστεί. 

Ανδρομέδα 

Στον δρόμο της επιστροφής του από την Σέριφο, ο Περσέας πέρασε από την Αιθιοπία. Εκεί, αντίκρισε μια πανέμορφη κοπέλα αλυσοδεμένη πάνω σε ένα βράχο, την Ανδρομέδα, κόρη του βασιλιά Κηφέα και της Κασσιόπειας. Η μητέρα της κοπέλας, περήφανη για την ομορφιά της, είχε τολμήσει να ανταγωνιστεί τις Νηρηίδες. Εκείνες, θυμωμένες, έτρεξαν στον πατέρα τους, τον Ποσειδώνα, για να εκδικηθεί την προσβολή. Ο θεός, οργισμένος, έστειλε ένα φοβερό δράκο που γεννήθηκε από τα αφρισμένα κύματα, για να καταστρέψει την Αιθιοπία. Ο βασιλιάς της χώρας, απελπισμένος, έτρεξε στο μαντείο του Άμμωνα για να ζητήσει βοήθεια.

«Η κόρη του Κηφέα και της Κασσιόπειας, η Ανδρομέδα, πρέπει να θυσιαστεί για να σταματήσει η συμφορά» ήταν ο τρομερός χρησμός που έδωσε το μαντείο. 


Έτσι, η κοπέλα δέθηκε πάνω στο βράχο για να την κατασπαράξει το θαλάσσιο τέρας του Ποσειδώνα, και εκεί την είδε για πρώτη φορά ο Περσέας. «Θα ελευθερώσω την κόρη σας, αν μου υποσχεθείτε ότι θα μου δώσετε το χέρι της» είπε ο Περσέας στους γονείς της κοπέλας. 

Έχοντας ακόμα μαζί του τα θεϊκά όπλα που του είχαν δώσει οι Νύμφες, δε δυσκολεύτηκε καθόλου να σκοτώσει το δράκο. Όμως ο Φινέας, αδελφός του Κηφέα, που είχε βάλει σκοπό να παντρευτεί εκείνος την Ανδρομέδα, επιτέθηκε στον Περσέα για να τον εξοντώσει. Εκείνος, όμως, χρησιμοποιώντας το κεφάλι της Μέδουσας με το θανατηφόρο βλέμμα, μεταμόρφωσε σε πέτρα το Φινέα και τους στρατιώτες του. Ελεύθερος και με την όμορφη Ανδρομέδα στο πλευρό του, ο Περσέας μπορούσε πλέον να επιστρέψει στη Σέριφο. 

Η επιστροφή στη Σέριφο 

Όταν έφτασε στο νησί, ο Περσέας χρησιμοποίησε για άλλη μια φορά τις μαγικές δυνάμεις της Μέδουσας ώστε να γλιτώσει τη μητέρα του Δανάη από την ενοχλητική πολιορκία του βασιλιά Πολυδέκτη. Ο ήρωας έβγαλε από το σακί του το κομμένο κεφάλι της Γοργόνας και το κράτησε μπροστά στα μάτια του βασιλιά, ο οποίος μεταμορφώθηκε αμέσως σε πέτρα. 

«Από εδώ και μπρος βασιλιάς τηε Σερίφου θα είναι ο Δίκτης» ανακοίνωσε ο Περσέας, ανταμείβοντας έτσι τον άνθρωπο που του είχε σώσει κάποτε τη ζωή και τον είχε μεγαλώσει σαν πατέρας. Ο Ερμής, που είχε τόσο βοηθήσει τον Περσέα στις περιπέτειες και τα κατορθώματα του, ανέλαβε να επιστρέψει στις Ναϊάδες τα μαγικά αντικείμενα που τους ανήκαν: τα φτερωτά σανδάλια, το σακί και το κράνος του Άδη. Ο Περσέας εμπιστεύτηκε στην Αθηνά το κεφάλι της Μέδουσας, το οποίο η θεά τοποθέτησε στο κέντρο , της ασπίδας της. 

Οι περιπέτειες του Περσέα, όμως, δεν είχαν φτάσει στο τέλος τους. Ο χρησμός που τόσα χρόνια πριν είχε προβλέψει το χαμό του παππού του Ακρίσιου δεν είχε ακόμα επαληθευτεί.

Η επιστροφή στο Άργος 

Ο Περσέας φλεγόταν από την επιθυμία να επιστρέψει στην πατρίδα του, το Άργος. Ο βασιλιάς Ακρίσιος, μαθαίνοντας τις προθέσεις του εγγονού του, εγκατέλειψε την πόλη και κατέφυγε στη Λάρισα ελπίζοντας να αποφύγει την εκπλήρωση του φοβερού χρησμού. Ο Περσέας, που ήταν ήδη στο δρόμο για το Άργος ταξιδεύοντας με τη γυναίκα του, την Ανδρομέδα, αποφάσισε να πάει στη Λάρισα, για να λάβει μέρος στους αγώνες που διοργάνωνε ο βασιλιάς της πόλης προς τιμήν του πατέρα του. Επέλεξε τη δισκοβολία, πήρε θέση στον αγωνιστικό χώρο και έριξε με όλη του τη δύναμη το δίσκο όσο πιο μακριά μπορούσε. Το βαρύ αντικείμενο, όμωε, ξέφυγε από την πορεία του και χτύπησε έναν από τους θεατές στο κεφάλι σκοτώνοντάς τον στη στιγμή. Ο άτυχος θεατής δεν ήταν άλλος από τον Ακρίσιο. Έτσι, ο ηλικιωμένος γεμόνας του Αργους σκοτώθηκε από το χέρι του εγγονού του, όπως ακριβώς είχε προβλέψει το μαντείο των Δελφών χρόνια πριν. 

Ανάμεσα οτ' αστέρια του ουρανού 


Ο Περσέας δε δέχτηκε να στεφθεί νέος βασιλιάς του Άργους. Ο πόνος του για το χαμό του παππού του, που ο ίδιος προκάλεσε άθελα του, ήταν αβάσταχτος. «Θα γίνω βασιλιάς της Τίρυνθας, στη θέση του εξαδέλφου μου Μεγαπένθη, ο οποίος με τη σειρά του θα γίνει Βασιλιάς του Άργους.» αποφάσισε ο Περσέας. Από τον ευτυχισμένο γάμο του με την Ανδρομέδα, ο Περσέας απέκτησε πολλά παιδιά, από τα οποία ήταν γραφτό να γεννηθούν πολλοί και σημαντικοί ήρωες, ανάμεσα τους και ο Ηρακλής. Στο τέλος της επίγειας ζωής τους, οι δύο σύζυγοι τιμήθηκαν ως ημίθεοι και έγιναν αστερισμοί.

Ο Περσέας και η Ανδρομέδα στέλνουν πλέον τη λάμψη τους στον κόσμο από τον ουρανό, διατηρώντας ζωντανές στη μνήμη των ανθρώπων τις θαυμαστές τους περιπέτειες.

πηγή  ΕΛΕΥΣΙΣ ΕΛΛΗΝΩΝ

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ (ΚΟΥΚΛΕΣ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥΣ)

Η βασίλισσα του παραμυθένιου βασιλείου, η κούκλα, πρωταγωνιστούσε την εποχή του βασιλείου της Βαβυλώνας και των Σούσων. Μ’ αυτές έπαιζαν τα κορίτσια, ενώ τ’ αγόρια έπαιζαν με τόπια παραγεμισμένα με ελαστικά υλικά.
Στην αρχαία Ελλάδα και την αρχαία Ρώμη τα παιδιά έπαιζαν με κούκλες από κερί ή τερακότα, 
Σύμφωνα με την ελληνική παράδοση, τα παιδιά στην αρχαία Ελλάδα, όταν ενηλικιώνονταν, θυσίαζαν τα παιχνίδια τους στους Θεούς, ένδειξη του ιδιαίτερου ρόλου που διαδραμάτιζαν τα παιχνίδια στη ζωή τους. Τα κορίτσια, την παραμονή του γάμου τους προσέφεραν τις κούκλες τους σε ιεροτελεστία που σηματοδοτούσε τη μετάβαση στην ενήλικη ζωή.
 Την ξύλινη κούκλα της Αιγύπτου διαδέχθηκε, στις αρχές του 20ού αιώνα, η κούκλα που μπορούσε να πει «μαμά»
Στην αρχαία Ελλάδα η κούκλα ονομάζονταν πλαγγόνα

ΘΥΜΑΣΤΕ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΚΟΥΚΛΕΣ ΠΟΥ ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΟΛΙΖΑΝ ΤΟ ΜΠΑΟΥΛΟΝΤΙΒΑΝΟ ΚΑΘΕ ΣΠΙΤΙΟΥ ΚΑΙ ΠΟΥ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΣΕ ΑΦΗΝΑΝ ΝΑ ΠΑΙΞΕΙΣ ΜΑΖΙ ΤΟΥΣ?????
 — νιώθει νοσταλγία.

<< Κούκλες μιας άλλης εποχής >>

 Παλιά τα παιδιά δεν είχαν παιχνίδια για να παίζουν και έτσι οι μαμάδες έφτιαχναν στα κορίτσια πάνινες κούκλες με διάφορα υλικά :
 υφάσματα , κουρέλια ή παλιές κάλτσες , κλωστές , κουμπιά , πίτουρα , βαμβάκι.
 Αυτές οι κούκλες φτιάχνονταν ως εξής: Έκοβαν διάφορα υφάσματα χρωματιστά.
 Έπαιρναν μια βελόνα και άρχιζαν να ράβουν.
 Για το κεφάλι έβαζαν ένα πανί ή μια κάλτσα, το γέμιζαν με πίτουρα, άμμο ή βαμβάκι, το έκαναν στρογγυλό και το έραβαν.
 Με τον ίδιο τρόπο έφτιαχναν τα χέρια και τα πόδια . Μετά έπαιρναν ένα πολύχρωμο ύφασμα και έφτιαχναν φόρεμα για γυναίκα ή παντελόνι για άνδρα.
 Στα μάτια και το στόμα έδιναν σχήμα, κεντώντας τα, με πολύχρωμες κλωστές.
 Άλλες φορές πάλι στη θέση των ματιών έβαζαν κουμπιά διαφόρων μεγεθών και χρωμάτων.
 Με πολύχρωμες μάλλινες κλωστές έφτιαχναν επίσης τα μαλλιά της κούκλας:
 κοντό μήκος για τις κούκλες που αναπαρίσταναν αγόρια ή άνδρες και μακρύ μήκος για τα κορίτσια ή τις γυναίκες.
 Στις γυναίκες κούκλες έπλεκαν πλεξούδες στα μαλλιά ή τους έκαναν κοτσιδάκια.
 Με τον ίδιο τρόπο έφτιαχναν πολλές κούκλες.
 Τις βάπτιζαν ,τις πάντρευαν, τις κοίμιζαν και γέμιζαν τις ώρες τους με αυτό το ωραίο παιχνίδι.
Τις κούκλες τις συναντάμε ως παιχνίδι για πρώτη φορά στην αρχαία Ελλάδα γύρω στο 100 π.Χ. Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο ξεκίνησαν οι πειραματισμοί ,ώστε να φτιαχτούν κούκλες από πλαστικό.


ΠΑΝΙΝΗ ΚΟΥΚΛΑ


ΚΟΚΚΑΛΙΝΕΣ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ '60



ΚΟΥΚΛΕΣ ΑΠΟ ΠΛΑΣΤΙΚΟ






ΚΟΥΚΛΑ ΑΠΟ ΠΟΡΣΕΛΑΝΗ


Αποτέλεσμα εικόνας για ΠΑΛΙΕΣ ΚΟΥΚΛΕΣ ΝΑΤΑΛΙ ΚΑΙ ΝΙΟΒΗ
Η ΝΑΤΑΛΙ ΚΑΙ Η ΝΙΟΒΗ ΑΓΑΠΗΜΕΝΕΣ ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑ '70

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2015

ΠΑΛΙΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΘΗΝΑ,ΚΟΚΚΙΝΙΑ,Ν,ΦΑΛΗΡΟ



Η Παλαιά Κοκκινιά είναι προσφυγική περιοχή του Πειραιά, συνορεύει με την συνοικία των Καμινίων, δυτικά και βόρεια με τη Νίκαια και ανατολικά με τον Άγιο Ιωάννη Ρέντη.  
 Ο θεμέλιος λίθος του προσφυγικού συνοικισμού της Νέας Κοκκινιάς τέθηκε στις 18 Ιουνίου 1923.  Εκεί  στεγάστηκαν  6.390 οικογένειες σε  4.484 παραπήγματα, ενώ   μέχρι το 1925 είχαν κτισθεί 10.000 δωμάτια για 45.000 οικογένειες. Για την οικοδόμησή τους εργάστηκαν 4.000 πρόσφυγες, μεταξύ των οποίων 900 γυναίκες. Παράλληλα, σχεδιάστηκαν οι δρόμοι, που έλαβαν τις ονομασίες τους απ’ τις πόλεις της Ανατολής με αλφαβητική σειρά, μετά από πρόταση του Σμυρναίου αρχαιολόγου Στίλπωνα Πιττακή (π.χ. οδός Αγκύρας, Αϊδινίου, Αδάνων, Ατταλείας, Βοσπόρου, Γρανικού, Επταλόφου, Εφέσου, Ικονίου, Κορδελιού, Μ. Ασίας, Μουδανιών, Σμύρνης,  κ.ά.)


ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ

ΠΑΛΙΟ ΒΕΝΖΙΝΑΔΙΚΟ

Η ΟΔΟΣ ΑΙΟΛΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Η Ο ΔΟΣ ΕΡΜΟΥ ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ Η ΒΟΥΛΗ

Η ΦΩΚΙΩΝΟΣ ΝΕΓΡΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΥΨΕΛΗ

ΝΕΟ ΦΑΛΗΡΟ
 Το Νέο Φάληρο αποτελούσε παλαιότερα τη πρώτη λουτρόπολη της Αθήνας που συνδεόταν και με γραμμή τραμ.

ΠΑΛΙΟ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟ

ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ

ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ


ΤΟ ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ
Το ζαχαροπλαστείο «Γιαννάκη», ως κέντρο βενιζελικών, καταστράφηκε το 1920 ως αντίποινα μετά τη δολοφονία του Ιωνα Δραγούμη, 

ΝΕΟ ΦΑΛΗΡΟ Η ΤΑΡΑΝΤΕΛΛΑ
     Η « Ταραντέλα»  χτίστηκε   αρχικά  σαν περίπτερο   για να παίζει η «μπάντα» του ξενοδοχείου  «Άκταίον»  και     μετά,  όταν  στα 1907 ανέλαβε την εκμετάλλευση της ο   γνωστός  θεατρικός επιχειρηματίας· Ιωάννης Γκρέκας,   που   την διατήρησε μέχρι το 1918, εξελίχθηκε στο γνωστό κέντρο  διασκεδάσεως.  Στην «Ταραντέλα»   πρωτοεμφανίστηκε η    Γεωργία   Βασιλειάδου,  κι από κει  άρχισαν τη σταδιοδρομία τους  οι  γνωστοί    καλλιτέχνες, Ιωάννης   Ράλλης, Σβορώνος, Καλουτάς, και αργότερα, σε  μικρή   ηλικία οι κόρες του   Αννα και   Μαρία Καλουτά — τα περίφημα «Καλουτάκια».
     Η   «Ταραντέλα γνώρισε μεγάλες δόξες με διεθνή μουσικά προγράμματα και με ελληνικές επιθεωρήσεις που είχαν γράψει οι  κορυφαίοι συγ­γραφείς της εποχής. 

ΠΕΡΙ ΘΕΑΤΡΟΥ (ΤΑ ΜΠΟΥΛΟΎΚΙΑ)

Ταξίδευαν πάντα με εισιτήριο τρίτης θέσης στο τρένο, έπαιζαν σε καφενεία ή σε αυλές σχολείων, το ρεπερτόριό τους ήταν συγκεκριμένο, έμεναν όπου μπορούσαν-συχνά κάτω από άθλιες συνθήκες, βρίσκονταν συνεχώς σχεδόν σε κίνηση.
Τα θεατρικά μπουλούκια άκμασαν κυρίως τον 19ο αιώνα έως και το πρώτο μισό του 20ου , δημιούργησαν σχολή από την οποία πέρασαν και μεγάλα ονόματα του ελληνικού θεάτρου, αν και σπάνια το ομολογούν.
Η λαικότροπη θεατρική πρακτική αλλά, και η συνεχής μετακίνησή τους σε χωριά και αστικά κέντρα της ελληνικής επικράτειας, ανέδειξαν τα μπουλούκια ως το κλασσικό πρότυπο της ελληνικής λαικής θεατρικής παράδοσης.
το οτι είχαν επιτελέσει έργο σπουδαίο, κατά γενική ομολογία, ήταν πως είχαν εκπαιδεύσει θεατρικά-με τον τρόπο τους βέβαια- ολόκληρη την ελληνική επαρχία.

"Η Γκόλφω", "Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας", "Η ωραία του Πέραν", "Εσμέ η Τουρκοπούλα", "Ο κουρσάρος", "Τιμή και χρήμα", "Η Κασσιανή", ήταν μερικά μόνο από τα έργα που περιλαμβάνονταν στο ρεπερτόριο των μπουλουκιών.
Έργα παιγμένα συνήθως πάνω σε αυτοσχέδια σκηνή, που την αποτελούσαν τραπέζια καφενείων,  ενώ το φως από τα λουξ προσπαθούσε να δημιουργήσει ατμόσφαιρα, να "φωτίσει" τους ηθοποιούς ανάλογα με τη στιγμή. 

Όσο μεγαλύτερο ρεπερτόριο είχε ένα μπουλούκι, τόσο περισσότερο μπορούσε να μείνει σε ένα μέρος, αλλάζοντας έργο κάθε βράδυ. Ανάλογα με τη σύνθεσή του, κάθε θίασος ενέτασσε στο πρόγραμμά του και κάποιες "νούτικες" κωμωδίες. Αυτές οι κωμωδίες δεν είχαν κανενός είδους κείμενο. Είχαν πλαίσιο και κατεύθυνση μόνο, οι ηθοποιοί ήταν αναγκασμένοι να αυτοσχεδιάζουν. Κι αυτό ίσως ήταν το μεγαλύτερο σχολείο των μπουλουκιών: ο αυτοσχεδιασμός. Αυτό τους έδινα άλλωστε και τη δυνατότητα να περνούν από την κωμωδία στο δράμα και αντίστροφα.
Δράμα και κωμωδία, κάποια τραγουδάκια, για να μην φύγει το κοινό σεκλετισμένο από την παράσταση.
Τα ανέκδοτα από την ζωή των μπουλουκτσήδων είναι πολλά. Κάθε βράδυ και μια εμπειρία, κάθε πόλη και χωριό από ένα συμβάν. Κανείς δεν πλούτιζε παίζοντας στα μπουλούκια. Τις περισσότερες φορές έπαιζαν μόνο για ένα πιάτο φαγητό, στην ταβέρνα της πόλης όπου έπαιζαν. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που οι χωρικοί  μην έχοντας χρήματα να πληρώσουν, ανταπέδιδαν το θέαμα σε είδος... Ένα καρβέλι ψωμί, αυγά, πατάτες, λάδι...

Τόπος συνάντησης των μπουλουκιών ήταν συνήθως η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη. Εκεί αποφάσιζαν ποιοί θα συμμετέχουν και γιατί. Ανάλογα πάντα με το ρεπερτόριο. Τα μπολούκια ήταν συνήθως οικογενειοκρατούμενα. Ο αρχηγός του ήταν συνήθως και ο ιδιοκτήτης του εξοπλισμού. Συχνά-πυκνά ο ελεύθερος ηθοποιός, άνδρας ή γυναίκα,  έπρεπε να βρει ταίρι, για να μην προκαλούν τις μικρές επαρχιώτικες κοινωνίες.

Στην περίοδο της ακμής του κανένα από τα μπουλούκια που σεβόταν τον εαυτό του δεν πήγαινε στα πανηγύρια. Το θεωρούσαν το ύστατο στάδιο ξεπεσμού. Ωστόσο μετά τον πόλεμο, όταν πια είχαν δημιουργηθεί οι πρώτες θεατρικές αίθουσες και είχε αρχίσει να εξαπλώνεται ο κινηματογράφος, πολλά μπουλούκια μετήλθαν κι αυτό το μέσον για να ανταπεξέλθουν.

η Σπεράντζα Βρανα θυματαιι ....ΠΕΡΙΟΔΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΑ ΜΠΟΥΛΟΥΚΙΑ
. Στη διάρκεια των μετακινήσεών μας απο πολη σε πολη μέναμε οπου βρί σκαμε. Πολυτέλειες και ξενοδοχεία μας ήταν άγνωστα. Kάθε φορά που επιχειρούσαν να πάνε σε ξενοδοχεία, τις περισστερες φορές τους διωχνανε γιατί δεν είχαν χρήματα να πληρώσουν. Συχνά νοίκιαζαν καμιά καμαρουλα σε κάπο ια γυναίκα, η  οποία έτσι εξασφαλιζεε την καθημερινή της παρά σταση. Θυμάμαι, στη Λάρισα,μαζί με τον Χατζηχρήστο και την τότε γυναικα του, τη Nίτσα, εγώ κι ο φίλος μου μείναμε σε ένα δωμάτιο μέσα σε μια μάντρα που πουλούσε ασβεστη και καρβουνα πο υ δεν είχε κουφώματα.
Eίχαμε βάλει κάτι σαρακοφαγωμένες κουβέρτες στα παράθυρα γιατί χιονιζε εκεινο τον χειμωνα και ειχε πολυ κρυο . Δεν υπήρχαν κρεβάτια. Πάνω σε τρίποδα βάζαμε τάβλες και παλιές κουβέρτες και φιαχναμε πρόχειρα κρεβάτια. Eίχαμε κι ένα μαγκάλι στη μέση με πυρήνα που κλέψαμε απ τη μάντρα και ζεσταινομασταν. Φοράγαμε και εφημερίδες κατάσαρκα και απ πάνω οτι ρούχο είχαμε, για να μην κρυώνουμε. Όταν ήρθε η ΄Ανοιξη βγάζαμε τις κουβέρτες  απο τα παραθυρα και μας φαινοταν όαση το δωματιο.
Φτιάχναμε μια σκηνή την λεγόμενη "παράτα" έχοντας λάμπες λουξ για φωτισμο. Υποβολείο έκανε όποιος δεν ηταν μονιμα στην σκηνή, όταν ο φωτισμός επεφτε ανεβαινε ενας ηθοποιος στην σκηνή για να τρομπάρει τις λαμπες.Πολλές φορές το κοινο έπαιρνε μέρος στην παρασταση και φώναζε " και την άλλη λάμπα και την άλλη" Άλλωτε πάλι όταν σε κάποια σκηνή επρεπε κάποιος να σκοτώσει φωναζαν.. "πρόσεχε ο Μήτσος θα σε σκοτώσει..." Φυλάξου!!!
πηγη  "καθημερινη"