”Ξέχασες ’κείνο τον σκοπό που λέγαν οι Xιλιάνοι -Άγιε Nικόλα φύλαγε κι Άγια θαλασσινή- τυφλό κορίτσι σ’ οδηγάει, παιδί του Mοντιλιάνι που τ’ αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Mαρμαρινοί.”
Ανάμεσα στους καταραμένους και τραγικούς ήρωες που ζουν στους στίχους των ποιημάτων του, ο Νίκος Καββαδίας βάζει μια εικόνα που δανείζεται από έναν «καταραμένο» ζωγράφο. Μια μορφή που τους συντροφεύει, τους οδηγεί ή τους στοιχειώνει, ένα τυφλό κορίτσι με κενά γαλάζια μάτια. Ο Amedeo Modigliani ζωγραφίζει τα κορίτσια με τα κενά μάτια γύρω στο 1917, και 30 χρόνια μετά ο Καββαδίας γράφει το ποίημα Θεσσαλονίκη.
Ο Amedeo Modigliani έζησε μια ζωή σύντομη, έντονη και ταραχώδη, κερδίζοντας τον τίτλο του καταραμένου ζωγράφου. Ακόμα και το όνομά του έδωσε την αφορμή να πάρει το παρατσούκλι Modi, που προφέρεται στα γαλλικά όπως η λέξη maudit, που σημαίνει καταραμένος. Μια ζωή που σημαδεύεται από τις καταχρήσεις, αλλά και την ασθένεια, με τη βίαιη συμπεριφορά και το πάθος να οδηγεί στην καταστροφή και τις συντρόφους και ερωμένες του. Μια ζωή που σταμάτησε στα 35 μόλις χρόνια, στις 24 Ιανουαρίου του 1920, με την τελευταία σύντροφό του, Jeanne Hebuterne, να δίνει και η ίδια τέλος στη ζωή της δύο μέρες μετά πηδώντας από το παράθυρο, ενώ ήταν οκτώ μηνών έγκυος στο δεύτερο παιδί τους.
Ο Modi λοιπόν, γεννημένος σαν σήμερα 12 Ιουλίου του 1884 στο Λιβόρνο της Ιταλίας από αστική εβραϊκή οικογένεια, σπούδασε ζωγραφική στη Βενετία και τη Φλωρεντία και σε ηλικία 21 ετών οδηγήθηκε στο Παρίσι, στο επίκεντρο του καλλιτεχνικού κόσμου της εποχής.Παράλληλα με την τέχνη, μέρος της ζωής του γίνονται το αλκοόλ και τα ναρκωτικά. Φαίνεται όμως πως η αυτοκαταστροφική, όπως θεωρούνταν, συμπεριφορά του αποσκοπούσε στο να κρύψει το μυστικό του, πως έπασχε από φυματίωση, κάτι που αν γινόταν γνωστό θα τον περιθωριοποιούσε.
Ταυτόχρονα, γνωρίζοντας ότι θα πεθάνει σύντομα, προσπαθεί στα έργα του να καθιερώσει την υπογραφή του. Έτσι, ενώ στο ξεκίνημά του ενσωματώνει επιρροές από τον Πικάσο, τον Τουλούζ-Λωτρέκ, τον Σεζάν και άλλους, σύντομα τα έργα του παίρνουν ένα δικό τους δρόμο. Στους 300 περίπου πίνακες που δημιουργεί από το 1915 ως το 1920 (και κυρίως το 1918-’19), διαμορφώνει ένα απόλυτα αναγνωρίσιμο προσωπικό στυλ, πέφτοντας όμως σε δύο παγίδες: να επαναλαμβάνεται, και να μένει τελικά πίσω από τις αναζητήσεις των συγχρόνων του, όπως ο Πικάσο.
Ο Modigliani γίνεται ο ζωγράφος των πορτρέτων. Το μοντέλο του στέκεται απέναντί του ή κάθεται σε μια καρέκλα, κοιτάζοντάς τον απευθείας ή με το σώμα ελαφρώς στραμμένο. Το πρόσωπο θυμίζει αφρικάνικη μάσκα: έντονο ωοειδές σχήμα, αμυγδαλωτά μάτια, μακριά λεπτή μύτη και μικρό στυλιζαρισμένο στόμα. Οι αναλογίες του σώματος αλλοιώνονται, ο λαιμός είναι αφύσικα μακρύς και οι ώμοι χαμηλωμένοι. Οι πίνακες είναι ιδιαίτερα απλοί, με ελάχιστη ή καθόλου λεπτομέρεια στο φόντο. Μεταξύ των μοντέλων του, η αγγλίδα συγγραφέας και ερωμένη του Beatrice Hastings, οι ζωγράφοι Juan Gris και Diego Rivera, ο έμπορος τέχνης και φίλος του Léopold Zborowski.
“Όταν γνωρίσω την ψυχή σου, θα ζωγραφίσω τα μάτια σου”
…φέρεται να έχει πει στη σύντροφο και μούσα του, Jeanne Hebuterne. Ο τρόπος που χειρίζεται τα μάτια είναι ίσως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο στα πορτρέτα του. Μικρά και ελαφρώς ασύμμετρα τοποθετημένα, παίρνουν άλλοτε ένα βλέμμα μελαγχολικό και άλλοτε γίνονται θολά ή τελείως κενά. Αυτές οι οπές στη μάσκα, με το γαλάζιο ή μαύρο χρώμα τους, φαίνεται σαν να αποκρύπτουν κάτι από το θεατή. Δεν αφήνει «παράθυρα για την ψυχή», κάποιες φορές ίσως να μην μπορεί ή να μη θέλει ο ίδιος να κοιτάξει μέσα. Πάντως, όταν τελικά ζωγραφίζει τα μάτια της Jeanne, σε μερικά από τα πολυάριθμα πορτρέτα της, νιώθουμε πως μπορούμε να διαβάσουμε κάτι από την ιστορία της, ενώ το πρόσωπο μαλακώνει με αγάπη (άραγε από την πλευρά του ή από τη δική της;).
“Με το ένα μάτι κοιτάζεις προς τον έξω κόσμο, ενώ με το άλλο κοιτάζεις προς τον εαυτό σου”
Αυτήν την αντίθεση ίσως θέλει να αναδείξει ο ζωγράφος, όταν σε κάποια πορτρέτα ζωγραφίζει το ένα μόνο μάτι. Τα κενά μάτια θεωρήθηκαν από πολλούς ότι εκφράζουν μια εσωτερικότητα και δίνουν μια ποιητική, μυστηριακή διάσταση στο πορτρέτο, ωστόσο δεν έλειψαν αυτοί που χαρακτήρισαν το αποτέλεσμα ρηχό, αμήχανο, σαν καρικατούρα. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές του, η ψυχή και η προσωπικότητα αποκαλύπτεται από τη στάση του σώματος και των χεριών και την κλίση του κεφαλιού.
“Οι όμορφες γυναίκες που αξίζει να ζωγραφίσει ή να σμιλέψει κανείς μοιάζουν συχνά να επιβαρύνονται από τα ρούχα τους”
Το γυναικείο γυμνό είναι αγαπημένο θέμα του Μοντιλιάνι. Το 1917 δημιουργεί μια σειρά έργων που εκτίθενται στο Παρίσι και προκαλούν αμέσως αντιδράσεις, οδηγώντας στο κλείσιμο της έκθεσης και τη σύλληψή του. Η έκθεση ξανανοίγει όταν τα έργα απομακρύνονται από τη βιτρίνα. Οι γυναίκες του ξαπλώνουν νωχελικά, με αναφορές στα γυμνά της Αναγέννησης, με τον ερωτισμό τους όμως πια να γίνεται έκδηλος και ανθρώπινος, άρα και πιο προκλητικός. Τα πρόσωπα ακολουθούν τη μορφοποίηση των πορτρέτων του αλλά δίνουν την αίσθηση της ηδονής, ενώ το γυμνό σώμα φαίνεται ζωντανό, με το δέρμα να λάμπει πάνω στην αντίθεση των σκουροκόκκινων σεντονιών. Πάντως ως γυμνά μοντέλα χρησιμοποιεί πάντα επαγγελματίες και όχι τις σταθερές συντρόφους του.


Έρευνα,κείμενο :  Εύη Μούρνου
Επιμέλεια :Ιάκωβος Καγκελίδης ,Αλέξανδρος Κόγκας