ΣΤΟΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΗ
Μες το δισάκι σου έβαλες όνειρα φαντασίας
Στην ξένη γη λογίστηκες ψωμί γλυκό ίσως φας
Χαιρέτησες τη μάνα σου, τ’ αδέρφια, με θυσία
Δύσκολο δρόμο μακρινό της ξενιτιάς τραβάς.
Τα ροζιασμένα χέρια σου, κοιτάζεις και δακρύζεις,
Το χώμα έσκαψες μ’ αυτά της πατρικής σου γης
Όμως ο κόπος άδικος. Τώρα πρέπει να φύγεις,
Απ’ της μιζέριας τα δεινά, δυναμικά να βγεις.
Μυρίζεις τ’ ανθογιάσεμα, θυμάρι, χαμομήλι,
Θε να ρουφήξεις μυρωδιές για να μην τις ξεχάσεις
Και σε κρατήσει η ξενιτιά στα πλάνα της τα χείλη
Και τη ζωή σου μακριά απ’ την πατρίδα χάσεις.
Πικρή χαρά τα σπλάχνα σου γεμίζουν περπατώντας
Και η ανάσα σου βαριά καθώς κατηφορίζεις
Τον δρόμο που μεγάλωσες, παίζοντας, τραγουδώντας
Κι ένα πικρό χαμόγελο άθελα του χαρίζεις
Υπόσχεση στη μάνα σου έδωσες « θα γυρίσω
Με το δισάκι μάνα μου, γεμάτο με χρυσάφι,
Εδώ μπροστά στα πόδια σου, θα ‘ρθώ και θα τ΄αφήσω,
Το ριζικό μου πλούσιος θε να γενώ μου γράφει».
Λόγια για να γλυκάνουνε της μάνας την αντάρα
Που φεύγει ο λεβέντης της τώρα μακριά στα ξένα
Λόγια για να σκεπάσουνε την κάθε σου λαχτάρα
Για τ’ άγνωστο που ξεπηδά και περιμένει εσένα.
Μισεύεις, μα ένα όνειρο έχεις, το παλινόστος
Κι ας ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να το πιστέψεις
Μια χούφτα χώμα Ελληνικό κλείνεις μες την παλάμη
Ρίζες να βγάλει η ελπίδα σου αυτή που θα φυτέψεις.
Μες το δισάκι σου έβαλες όνειρα φαντασίας
Στην ξένη γη λογίστηκες ψωμί γλυκό ίσως φας
Χαιρέτησες τη μάνα σου, τ’ αδέρφια, με θυσία
Δύσκολο δρόμο μακρινό της ξενιτιάς τραβάς.
Τα ροζιασμένα χέρια σου, κοιτάζεις και δακρύζεις,
Το χώμα έσκαψες μ’ αυτά της πατρικής σου γης
Όμως ο κόπος άδικος. Τώρα πρέπει να φύγεις,
Απ’ της μιζέριας τα δεινά, δυναμικά να βγεις.
Μυρίζεις τ’ ανθογιάσεμα, θυμάρι, χαμομήλι,
Θε να ρουφήξεις μυρωδιές για να μην τις ξεχάσεις
Και σε κρατήσει η ξενιτιά στα πλάνα της τα χείλη
Και τη ζωή σου μακριά απ’ την πατρίδα χάσεις.
Πικρή χαρά τα σπλάχνα σου γεμίζουν περπατώντας
Και η ανάσα σου βαριά καθώς κατηφορίζεις
Τον δρόμο που μεγάλωσες, παίζοντας, τραγουδώντας
Κι ένα πικρό χαμόγελο άθελα του χαρίζεις
Υπόσχεση στη μάνα σου έδωσες « θα γυρίσω
Με το δισάκι μάνα μου, γεμάτο με χρυσάφι,
Εδώ μπροστά στα πόδια σου, θα ‘ρθώ και θα τ΄αφήσω,
Το ριζικό μου πλούσιος θε να γενώ μου γράφει».
Λόγια για να γλυκάνουνε της μάνας την αντάρα
Που φεύγει ο λεβέντης της τώρα μακριά στα ξένα
Λόγια για να σκεπάσουνε την κάθε σου λαχτάρα
Για τ’ άγνωστο που ξεπηδά και περιμένει εσένα.
Μισεύεις, μα ένα όνειρο έχεις, το παλινόστος
Κι ας ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να το πιστέψεις
Μια χούφτα χώμα Ελληνικό κλείνεις μες την παλάμη
Ρίζες να βγάλει η ελπίδα σου αυτή που θα φυτέψεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου