Σάββατο 29 Μαΐου 2021

Εάλω η πόλις .

ένα μικρό αφιέρωμα στην επέτειο της άλωσης της Πόλης 29 Μα:ίου 1453 Σαν Φλόγες! Που τρέμουν και ξεπηδούν μέσα από τα καταγάλανα νερά του Βοσπόρου, στη θάλασσα του Μαρμαρά, μοιάζουν τ’ απομεινάρια μιας δόξας. Μιας τρανής χιλιόχρονης εποχής. Σαν Πύρινες γλώσσες που μιλούν, κράζουν, και φωνάζουν…. Ελλάδα.!!!! Οι βυζαντινές εκκλησιές, με λεηλατημένα, καμένα, τα σωθικά τους, ορθώνουν ακόμα το ανάστημα μπροστά στον κατακτητή και αφήνουν την φαντασία να καλπάσει πίσω, στο χρόνο…. ------------- Ω! Η Αγιά Σοφία, το στόλισμα Σ ανατολή και δύση Με τετρακόσια σήμαντρα και εξήντα δυο καμπάνες με θησαυρούς που ζήλευε όλη η οικουμένη θρηνεί , πονά, την συμφορά το πάρσιμο της Πόλης κι αναρωτιούνται οι χριστιανοί….. Η άπαρτη βασιλεύουσα Έσκυψε το κεφάλι?? Όχι ποτέ. δεν έσκυψε Ούτε και σκλάβα εγίνει Πολέμησαν μέχρις ενός Και εις την Χρυσή την Πύλη Ορκίστηκαν ανάσταση να ξημερώσει πάλι… Ο Μαρμαρωμένος βασιλιάς Καβάλα στ’ άλογο του Ξεπήδησε απ’ το νερό σαν ήλιος ζωοδότης με την λαμπρή την φορεσιά την χρυσοπλουμισμένη κρατά σπαθί και καρτερεί πάλι να πολεμήσει της λευτεριάς τα σήμαντρα να ηχήσουν στα ουράνια την θέση της να ξαναβρεί η Άγια Τράπεζα μας…. ------------ Άγια χώματα μιας χαμένης πατρίδας που ευωδιάζουν άρωμα, και μύρο ορθοδοξίας, άρωμα Ελλάδας. Πέτρες, κολώνες, μάρμαρα, ανοίγουν παράθυρα στο χτες δίνοντας την ευκαιρία, στο όνειρο να ζωντανέψει στη μνήμη να τρέξει, και στην νοσταλγία να σε τυλίξει, Αθάνατη αγαπημένη Πόλη!!!! ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ Εάλω η πόλις Ουδείς δεν υπάρχει, Ουδείς που να άρχει Καπνοί και αντάρα μια μαύρη κατάρα Κραυγή απελπισίας , ωδή παρρησίας Βοσπόρου παλάτι, καρδιά μας κομμάτι Αγία Σοφιά μας, Χριστέ Παναγιά μας Σπαθί και μαχαίρι, θηκιάζει στο χέρι Θεριό λαβωμένο, παιχνίδι χαμένο Και όμως κωφεύουν, οι φλόγες θεριεύουν Ο κύβος ερίφθει, ο ήλιος εκρύφθει ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ Χαμένη πατρίδα, μνημεία στολίδια Γινήκανε στάχτη, και αποκαΐδια Με κλάμα βουβό, στην άκρη του δρόμου Φορώντας την μάσκα, του πόνου, του τρόμου Αφήνει καθένας, ότι έχει αγαπήσει Το άγιο το χώμα Που ιδρώτας και αίμα το έχει ποτίσει Συντρίμμια τα όνειρα, οι ελπίδες κομμάτια Παντού αντικρίζεις, την πίκρα στα μάτια ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ Γενιές επεράσαν, οι νέοι γεράσας Μα, πληγή που ματώνει, ψυχή ξεσηκώνει! Ντόρα Μανατάκη

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2021

Κώστας Χατζής (βιογραφικό)

ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΣ: Πέρασα δυστυχία,όχι αστεία Να κοιμάμαι στα πεζοδρόμια,και άλλα πολλά. Έτρωγα σήμερα και μετά έκανα τρεις ή πέντε μέρες. Άμα πω αριθμούς, δεν θα το πιστεύει κανείς. Μια φορά έκανα να φάω 18 μέρες!. Πήγαινα κι έκανα τον ύποπτο στις βιτρίνες, να με πιάνουν και να με κλείνουν μέσα, γιατί τότε όταν σε πηγαίνανε τηλεφωνούσανε στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών και Πειραιώς και ώσπου να βγει άκρη πήγαινε 4 το πρωί. Αλλά ως τότε σ’ αφήνανε στο γραφείο του υπαξιωματικού που είχε ζεστούλα. Βέβαια, το ανακαλύψανε και δεν με πιάνανε μετά. Μεγάλωσα στη Λιβαδειά. Ήμαστε οι μόνοι Τσιγγάνοι εκεί, η οικογένειά μου, ο παππούς μου και οι λοιποί, οι οποίοι όμως δεν λέγανε ότι είναι Τσιγγάνοι, κάτι που ήταν και κωμικό. Και ’γώ, μη νομίζετε, στην αρχή ήθελα να το κρύβω. Μετά όμως έφτασα σ’ ένα σημείο που δεν μπορούσα άλλο. Δηλαδή, είχα ξεχάσει τι θα πει αλήθεια! Ο πατέρας μου, Ευάγγελος Χατζής, έπαιζε σαντούρι. Ήτανε Μακεδόνας. Η μάνα μου ηθική, αλλά την ηθική και τη δικαιοσύνη την έφερνε στα μέτρα της. Το κόμπλεξ, η διαπαιδαγώγηση, έχουν μεγάλη σημασία. Και ’γώ είχα το κόμπλεξ ότι ήμουν γύφτος και όπου κι αν πήγαινα με κοιτάζανε. Μην κοιτάς που τώρα όπου στρίψεις βλέπεις κι έναν μαύρο. Τότε ξεχώριζα. Και που με κοιτάζανε με αγρίευε, όπως κι άλλα πράγματα που συνέβησαν αργότερα μέσα στη δουλειά μας. Πήγαινα σχολείο και τ' άλλα παιδιά με βρίζανε και αντιδρούσα, φερόμουν άσχημα. Δεν ήμουν το ήσυχο παιδάκι, όρμαγα και με έδιωχναν. Είχα πολλά προβλήματα. Μεγαλώνοντας και διαβάζοντας, κατάλαβα πως δεν έφταιγαν ούτε τα παιδιά, ούτε οι γονείς τους. Έφταιγε το σύστημα, του οποίου ήμουν κι εγώ αιμοδότης. Εγώ είχα ένα πατέρα και μια μάνα που μέναμε σε σπίτι δικό μας. Δεν ξέρω αν ήταν ακριβώς 4Χ4, αλλά το οξυγόνο μας μέσα σ' αυτό ήταν η αγάπη των γονιών μας. Ο πατέρας μου ήταν πολύ τίμιος άνθρωπος. Ήρθα στην Αθήνα, σε μια σχολή μηχανικών στον «Ήφαιστο». Εκεί έπρεπε να πληρώνουμε σαράντα δραχμές τον μήνα λεφτά που δεν υπήρχανε. Ο πατέρας μου έπαιζε σαντούρι σε γάμους, σε πανηγύρια, και αυτά… Πήγα, λοιπόν, στην οδό Ηπείρου, σ’ ένα μηχανουργείο όπου έκαναν κεφαλές από γκαζιέρες. Δούλεψα και στα σκουπίδια, στον Ιερόθεο,περιοχή στο Περιστέρι, γιατί έπρεπε να δουλεύω την ημέρα και να πηγαίνω στη σχολή βράδια. Ήτανε σκοτάδι, δεν υπήρχε τίποτα στο τούνελ ούτε καντήλι. Δεν είχα δικαίωμα ούτε να ονειρεύομαι. Ήτανε τόσες οι απογοητεύσεις… Εκεί που ’χαμε νοικιάσει, εγώ και η αδερφή μου -γιατί ήρθε κ’ η αδερφή μου για να πάει στο γυμνάσιο-, το είχε μια γυναίκα που καθάριζε σπίτια. Μου λέει «υπάρχει ένα σπίτι που θέλουν άντρα, όχι γυναίκα, για να μη βάζει μέσα άντρες. Θες να πας;» Πήγα, λοιπόν, υπηρέτης στο σπίτι του Δούνια στην πλατεία Κάνιγγος. Θα ήμουν δεκατεσσάρων ετών. Ήταν το σπίτι ενός αρεοπαγίτη που είχε φύγει από τη ζωή, αλλά είχε γυναίκα και δυο παιδιά. Τέλος πάντων, έπρεπε να μαζεύω νερό σε κιούπια, να κάνω παρκέ, να πλένω τα πιάτα, να φτιάχνω καφέ, τέτοια πράγματα. Μ’ έβαλαν να κοιμάμαι σε μια σοφίτα μ’ ένα κρεβάτι. Η κιθάρα για ’μένα είναι το κορμί μου. Πήγα να τραγουδήσω, να με ακούσουν, γιατί αν έβγαινες τότε στο ραδιόφωνο την άλλη μέρα ήσουνα κάτι. Μ’ ακούνε που τραγούδησα και λένε: «είσαι κρυωμένος»... Άρχισα και ’γώ να πίνω τσάι, να βάζω κασκόλ και να δουλεύω, μες στο καλοκαίρι, ντάλα ο ήλιος!.. Μετά από μια βδομάδα πήγα πάλι. «Είσαι κρυωμένος». Εκεί πια κατάλαβα… Παρουσιαζόμουν σαν ξένος ,και όχι σαν γύφτος ,στα μαγαζιά στην αρχή. Με έβγαζαν στο άλσος, το Green Park, και πότε ήμουν Βραζιλιάνος, πότε Σπανιόλος. Είχε πλάκα πραγματικά, αλλά γνώρισα μεγάλους καλλιτέχνες, σαν τον Οικονομίδη, τον Φλερύ, τον Όμηρο Αθηναίο, τον Κώστα Χατζηχρήστο. Εβγαινα εγώ στο Green Park, αλλά έβγαινε κι η φυλή μου έξω να διασκεδάσει. Μπορεί να δούλευαν όλη μέρα, αλλά αυτοί κάθε βράδυ έβγαιναν έξω. Τα ευρωπαϊκά τα έλεγαν οι άλλοι καλύτερα, άρα εγώ σκέφτηκα να λέω τσιγγάνικα. Κι έτσι ενώ με παρουσίαζαν Βραζιλιάνο, μια μέρα που τραγουδούσα, πετάγεται ένας και λέει: «Ε, αυτό ντικό μας είναι» (γέλια).Μετά με αγκάλιαζαν, με φίλαγαν, ο Σπανιόλος είχε γίνει Αγιά Βαρβάρα! Κι έρχομαι πλέον στην Αθήνα, στου «Ρούκουνα», ακριβώς δίπλα από τον «Σκορπιό» - που τότε δεν ήταν «Σκορπιός». Δούλεψα ακριβώς μια βδομάδα και μετά με διώξανε. Από ’δώ αρχίζει πλέον η περιπέτεια της ζωής μου. Είχα φτάσει στο αμήν.Προς το καλοκαίρι πήγα στον Οικονομίδη και του είπα: «κύριε Γιώργο, έχω τέσσερεις μέρες να φάω». Μου απάντησε «θα ’ρθεις το βράδυ να τραγουδήσεις», για να μ’ ακούσει και αυτός που είχε το Άλσος. Όλη η ζωή του Οικονομίδη ήτανε στο Άλσος. Τραγούδησα το βράδυ κι αυτός δεν με ήθελε. Με κράτησε όμως ο Οικονομίδης και με πλήρωνε από την τσέπη του. Κάθε βράδυ μου έδινε πενήντα δραχμές. Ξεχνιούνται αυτά τα πράγματα; Όταν όμως πέρασα από τη Ναυάρχου Νικοδήμου, άκουσα κιθάρα. Έβγαινε από ένα υπόγειο. Κατέβηκα τα σκαλιά και μόλις ανοίγω την πόρτα ποιος με καλωσόρισε; Ο Γιώργος Μούτσιος. Ήταν πελάτης. Το πώς μου φέρθηκε αυτός ο άνθρωπος δεν θα το ξεχάσω. Μερικοί άνθρωποι μου δώσανε ένα ποτήρι νερό να περάσω την έρημο. Όπως κι ο Πλέσσας, ο Φλερύ, ο Χατζηχρήστος έχω πολλούς ανθρώπους τέτοιους και δεν θα τους βγάλω ποτέ από την καρδιά μου. Ό Μαρκόπουλος με πέρασε στο ευρύ κοινό ενώ πριν έλεγα Πλέσσα και Θεοδωράκη, προτού γνωριστώ και με τον Ξαρχάκο Πρώτη συνεργασία, ήταν με τον Πλέσσα. Ό Πλέσσας μου έδωσε παντελόνι, πουκάμισο και σακάκι, με έντυσε.Δεν έπαψα όμως νά΄μαι φτωχός, αλλά με καλύτερη ζωή. Η Τζένη Βάνου μού στάθηκε στη ζωή μου σε βαθμό που δεν φαντάζεστε. Δηλαδή, έκανε κάποια πράγματα για ’μένα που δεν ξεχνιούνται… Λίγο αργότερα με φώναξαν και πήγα στην Columbia, κάπου στην αρχή της Αιόλου. Εκεί με περίμενε ο Θεοδωράκης για τους Λιποτάκτες. Ήταν και ο Μιχάλης Κατσαρός, ο ποιητής. Ό Θεοδωράκης μ’ έβαλε και τραγούδησα στο θέατρο της Κατερίνας (Ανδρεάδη), στα Επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Το ’κανε για ’μένα και για τον Μιχάλη, «για να φάμε», λέει, «καμμιά μακαρονάδα»… Τραγούδαγα στην οδό Φλέσσα, στην «Καρυάτιδα». Στη γωνία ήταν η «Παλιά Αθήνα» και στο διάλειμμα τους έρχονταν η Μαρινέλλα. Της έγραψα τραγούδια. Τα τραγούδια για τη Μαρινέλλα λογοκρίνονταν συνέχεια και μόνο το 1975, στη Μεταπολίτευση, επιτράπηκαν, οπότε και κάναμε το «Ρεσιτάλ»,.το πρώτο τριπλό άλμπουμ που έγινε στην Ελλάδα. Δεν συνεργάστηκα μόνο με τη Μαρινέλλα. Ήταν κι η Λιλάντα Λυκιαρδοπούλου που δουλέψαμε, τεράστιο κεφάλαιο αυτή η γυναίκα. Εγώ πάντα κοίταγα να υπηρετήσω τον λόγο, γι' αυτό και δεν μ' αρέσει να δηλώνω συνθέτης. Απευθυνόμουν σ’ έναν κόσμο από το δικό μου πεζοδρόμιο. Για να πάω στο απέναντι θα ’πρεπε να χρησιμοποιήσω κάποια άτομα που ήταν δικό τους. Έτσι, λοιπόν, το σκέφτηκα και έγινε η συνεργασία μας με την Μαρινέλλα όπως και άλλες συνεργασίες μου στη συνέχεια, με την Ελπίδα, την Αλεξίου και την Πίτσα Παπαδοπούλου. Έκανα δύο γάμους, γιατί έχασα την πρώτη μου γυναίκα. Παντρεύτηκα δύο άριστες συζύγους, μάνες και ανθρώπους. Πιστές πάντα. Είναι μερικά τραγούδια που θέλω να πω, αλλά καταλαβαίνω ότι θα έπρεπε να ζει και η μάνα μου, ο πατέρας μου και η αδερφή μου, που έχουν «φύγει», για να έρθουν να μ’ ακούσουν. Γιατί όταν θα τα πω αυτά μόνο αυτοί θα ’ρθουν. Οι συγγενείς... "Απ΄ το αεροπλάνο" https://youtu.be/KRdXH65-Dxc Η συνείδηση μου: https://youtu.be/0ZKAaL1hZYY Αποσπάσματα απο: -Περιοδικό Όασις (Τεύχος 13, Νοέμβριος 2009) -Ogdoo.gr "Δημήτρης Βάκης" 04/02/2013 -koutipandoras.gr "Αντώνης Μποσκοΐτης" 20/11/2018 Επιμέλεια :Παναγιώτης Παπαδόπουλος.

Τετάρτη 13 Μαΐου 2020

ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΓΙΑΤΙ (ΓΡΑΜΜΕΝΟ Δευτέρα, 16 Νοεμβρίου 2015 στις 10:52 π.μ.) ΣΗΜΕΡΑ ΒΛΕΠΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΡΩΝΟΙΟ ΤΑ ΓΙΑΤΙ ΞΑΝΑΓΥΡΙΖΟΥΝ

  Από μικρό παιδί σε έψαχνα Θεέ μου και πάντα σε έβρισκα κοιτάζοντας τ’ αστέρια , θαυμάζοντας την αρμονία του σύμπαντος , μέσα σε μια γλάστρα βλέποντας από το χώμα και την κοπριά να  ξεφυτρώνει ένα καταπράσινο φύλλο και μετά ένα πολύχρωμο λουλούδι, στη φωλιά που με τόση υπομονή έφτιαχνε κάθε Άνοιξη ένα μικρό χελιδόνι, στα ακούραστα μυρμήγκια που με θαυμαστό τρόπο δουλεύοντας συνέχεια έκαναν τις ετοιμασίες τους για το χειμώνα, μα και όταν έφτασε η ώρα να γίνω μητέρα , νιώθοντας εκείνο το μικρό φασολάκι έμβρυο μέσα στα σπλάχνα μου να μεγαλώνει εννέα μήνες μέχρι που άκουσα το πρώτο κλάμα του νέου ολοκληρωμένου ανθρώπου να έρχεται στη ζωή .

   Ακόμη σε έβρισκα μέσα στις λέξεις , ένστικτο, συνείδηση, λύπη, χαρά, αγάπη , σκέψη….Δεν μου χρειάστηκε ποτέ να σου δώσω ένα όνομα , να σε πω Αλλάχ , Βούδα, Ιεχωβά, πάντα ένιωθα ότι είσαι ο πατέρας όλων των ανθρώπων, λευκών , μαύρων, κίτρινων , φτωχών , πλουσίων, δυνατών και αδυνάτων. Απορούσα δε γιατί ‘εν ονόματι σου’ η ιστορία έχει γραφτεί με τις πιο αιματοβαμμένες σελίδες. Απορούσα ακόμη γιατί πάντα σ’ ένα πόλεμο κάποιος εκπρόσωπος σου ευλογούσε τα όπλα να νικηθεί ο ‘ εχθρός’ και βέβαια κάποιος άλλος εκπρόσωπος του ‘εχθρού’ έκανε το ίδιο για λογαριασμό του.

   Απλές σκέψεις  απλού ανθρώπου θα μου πείτε μα βλέποντας σήμερα τους μεγάλους και τους δυνατούς αυτής της γης να είναι έτοιμοι να της καταστρέψουν στο όνομα του Θεού, του Αλλάχ, ή όπως αλλιώς θέλουν να τον λένε , νιώθω  πως οι απλές μου σκέψεις χρειάζονται περισσότερο μυαλό για να γίνουν από αυτό που διαθέτουν οι κυβερνώντες τη γη και που τα συμφέροντα ,τους έχουν βάλει παρωπίδες και σκορπούν τον όλεθρο και την καταστροφή σε χιλιάδες αθώες ψυχές.

    Βλέποντας τα τραγικά γεγονότα των τελευταίων χρόνων στις Η.Π.Α.  Μαδρίτη, Κόσσοβο, Βαγδάτη, και τώρα το Παρίσι (Γαλλια) διαπιστώσαμε όλοι πόσο εύκολο είναι ο παράδεισος να γίνει κόλαση μέσα σε λίγα μόνο λεπτά και συντρίμμια τα όνειρα και οι ελπίδες. Όνειρα που χτίζονται λιθαράκι- λιθαράκι σ’ αυτόν τον μικρό κύκλο που έχει ο καθένας μας να διανύσει και που λέγεται ζωή…

 

 

 

                                                                              ΝΤΌΡΑ ΜΑΝΑΤΑΚΗ

ΠΙΚΡΑΜΕΝΑ ΛΟΓΙΑ (ΠΟΙΗΣΗ]

Έπλυνα τον πόνο με νερό της λησμονιάς

μα δεν μπορεσα να σβήσω τα σημάδια

στο μυαλό μου σαν φιγούρα τριγυρνάς 

και μου κάνεις αξημερωτα τα βράδυα.

 

'Εβαλα  βάλσαμο  επανω στην πληγή 

 μα ανοιχτή την βλέπω να ναι ακόμα

λόγια αγάπης ξεπηδούν  απ την καρδιά

λόγια που ψυθίριζε τ' ολόγλυκό σου στόμα

 

Ίσως τον θέλω αυτόν τον πόνο να τον νιώθω

σαν το μαχαιρι να γυρίζει στην πληγή μου

μια συντροφιά τις κρύες νύχτες που μαι μόνη

και ξεχειλίζει σαν ποτάμι η οργή μου

 

κερί ανάβω και την φλόγα του χαιδεύω

αναρωτιέμαι -αχ αληθεια τι γυρέυω-

αφου τα ονειρα πια έχουν γίνει στάχτη

και την ελπίδα την φυλάκισα με φράχτη

 

πικρό στα χείλη το νερό και το ψωμάκι

λες και το πότισαν το πιό πικρό φαρμάκι

είσαι μια θύμηση που δεν μπορεί να σβήσει

μαζί με μένα μοναχά κι αυτη θα ξεψυχίσει

 

Ντόρα Μανατάκη

ΣΑΝ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΑ…..( ΣΤΗΝ ΚΟΡΗ ΜΟΥ) Συναισθήματα... που έχουμε νιώσει ολες οι μανουλες


Είχα το χρώμα της χαράς, κρεμάσει για στολίδι

Το κόκκινο, το κουφετί, το σιέλ και το λιλά

Άφηνα την καρδούλα μου να τρέξει, να πετάξει,

Το πρόσωπο αδιάκοπα να σου χαμογελά

 

Την ευτυχία έβαλα στο στρώμα να πλαγιάσει

Δίπλα σου, και την πότισα μ’ αθάνατο νερό

Και στις νεράιδες ζήτησα κλωστές από μετάξι

Να δέσω λύπες, βάσανα, κάθε πικρό καημό

 

Έστρωσα ροδοπέταλα στα πρώτα βήματα σου

μέλι στα χειλάκια σου, στην πρώτη σου την λέξη

και ζήτησα απ την Παναγιά, όπου ‘χεις τ’ όνομά της

καλότυχο, μυριόπλουμο  στεφάνι να σου πλέξει.

 

Τώρα που εγινες κι εσύ μανούλα  θα με νιώσεις

σαν θα κρατάς το σπλάχνο σου σφιχτά στην αγκαλιά σου

θα ψιθυρίζεις σ αγαπώ σαν το κοιτας στα μάτια

και θα χτυπάει  τόσο γλυκά στα στήθη η καρδιά σου...

ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ΤΑ ΓΡΑΜΜΕΝΑ [ΔΙΗΓΗΜΑ]

Αχ! Της μοίρας τα γραμμένα

Ποιός μπορεί να τα ξεγράψει

Και τα σχέδια που κάνει

Ποιός μπορεί να της τ΄αλλάξει....

                Οδηγώντας το μικρό μου αυτοκίνητο, ερχόμουν για να σε συναντήσω.

Πόσο πιό γρήγορα αλήθεια τρέχει το μυαλό απο το σώμα....

                Με την σκέψη μου ήμουν κιόλας κοντά σου, με πήρες αγκαλιά, σε φίλησα τρυφερά για καλωσόρισμα, ακουσα την φωνή σου να με λέει «αγάπη μου»,  αισθάνθηκα τα χείλη σου στις ρίζες των μαλλιών μου να ψυθιρίζουν Σ ΑΓΑΠΩ....

                Λίγα χιλιόμετρα μας χώριζαν, μόνο λίγα χιλιόμετρα!!!

                Ένας μήνας, είχε περάσει ένας ολόκληρος μήνας που ειχαμε βρεθεί μακρυά ο ένας απο τον άλλον και ήταν η πρώτη φορά....

                Τον διάλογο μας τον είχα ετοιμάσει κιόλας στην σκέψη μου

«Πόσο μου έλειψες.....»

«Και μένα μωρό μου, δεν έβλεπα την ώρα να βρεθώ κοντά σου, να σε σφίξω στην αγκαλιά μου..»

«Υπόσχεση! Δεν θα ξαναχωρίσουμε»

«Υπόσχεση! Δεν θα ξαναφύγω χωρίς εσένα.»

                Έφτασα πρώτη, περίμενα, κοίταζα γύρω  δεν φαινόσουν. Αναψα τσιγάρο, και δεύτερο..... Μια ώρα!  Μιάμιση ώρα! Το κινητό σου απενεργοποιημένο... Αγωνία που όλο μεγάλωνε καθώς περνούσε η ώρα....

                Δεν ήρθες ποτέ στο ραντεβού μας αυτό, γιατί έτσι το θέλησε η μοίρα...

Όμως αυτή η απραγματοποίητη συνάντηση που έζησα με την σκέψη έμεινε ζωντανή στην μνήμη μου , δεν έσβησε ποτέ στο πέρασμα του χρόνου....

 Λές και έγινε!!!!


ΜΙΑ ΓΛΥΚΕΙΑ ΕΚΔΙΚΗΣΗ (ΔΙΗΓΗΜΑ)

Η Αλίκη στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη. Κοίταξε το είδωλό της προφίλ και ανφάς. Χάιδεψε την φουσκωμένη κοιλιά της. Σε είκοσι το πολύ ημέρες θα γεννούσε. Ήξερε ότι μέσα στα σπλάχνα της είχε ένα γλυκό χαριτωμένο κοριτσάκι. Κατόπιν πλησίασε στον καθρέφτη και έστησε το βλέμμα της στο πρόσωπο της. Η επιδερμίδα της ήταν λεία σχεδόν τέλεια, την άγγιξε με τα δάκτυλα της και έκανε μια γκριμάτσα σηκώνοντας τα φρύδια της. Ο Αλέξης μπήκε στο δωμάτιο. « Τι κάνουν τα κορίτσια μου;» ρώτησε και έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο της Αλίκης. Εκείνη γέλασε πονηρά. Το βλέμμα της ήταν γεμάτο από μια περίεργη ικανοποίηση. Κάθε φορά που την φιλούσε στο μάγουλο είχε το ίδιο βλέμμα το ίδιο χαμόγελο. 

 

Με τον Αλέξη είχαν μεγαλώσει μαζί στην ίδια γειτονιά. Είχαν παίξει, είχαν τρέξει στους ίδιους δρόμους, είχαν διαφωνήσει, είχαν μαλώσει, είχε κάνει ο ένας τον άλλον να κλάψει αλλά πάντα έμεναν δυό φιλαράκια αχώριστα. Όταν άρχισαν τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα να ξυπνούν στο κορμί της Αλίκης, είχαν τον ήχο της φωνής του Αλέξη. Τα ένοιωθε κοιτάζοντας το πρόσωπό του, αγγίζοντας το χέρι του,καρφώνοντας το βλέμμα της στο δικό του. Ο Αλέξης δεν άργησε να καταλάβει τα αισθήματά της και ψάχνοντας μέσα του να ανακαλύψει ότι ήταν αμοιβαία. Άρχισαν να ζουν, έναν υπέροχο εφηβικό έρωτα. Έκαναν όνειρα κοινά. Περνούσαν ώρες ατέλειωτες αγκαλιασμένοι. Ανακάλυπταν την ηδονή να ξεπετάγεται σαν καυτή λάβα από τα κορμιά τους . Παραδόθηκαν στον έρωτα και ζούσαν την απόλυτη ευτυχία. Η Αλίκη, ήταν δυναμική,. αποφασιστική. Ο Αλέξης ακολουθούσε τα θέλω της. Έτσι, όταν η εκείνη του πρότεινε όταν τελειώσουν το λύκειο να φύγουν και οι δύο για σπουδές στα εξωτερικό εκείνος το δέχτηκε με ενθουσιασμό. 

 

Ήταν η προτελευταία χρονιά τους. Εκείνο το καλοκαίρι η Αλίκη γυρίζοντας από τις διακοπές, το πρόσωπο της είχε σχεδόν καταστραφεί από ακμή βαριάς μορφής. Γιατροί, φάρμακα, αλοιφές, προσπαθούσαν να εξαλείψουν τις απαίσιες ουλές και τα σημάδια από το μολυσμένο της δέρμα. Έκλεγε και αισθανόταν δυστυχισμένη. Άρχισε να κλείνεται στον εαυτό της, εξαφάνισε τους καθρέφτες από το σπίτι. Ο μεγάλος της φόβος όμως ήταν μήπως ο Αλέξανδρος δεν θα την ήθελε πια. Άρχισε να αποφεύγει τα ραντεβού τους και μιλούσε μαζί του περισσότερο στο τηλέφωνο. Η αλήθεια ήταν πως όταν την είδε γυρίζοντας από τις διακοπές τρόμαξε, δεν βρήκε το κουράγιο να την αγκαλιάσει, να την φιλήσει. Αυθόρμητα, έκλεισε τα μάτια. Η Αλίκη πόνεσε, μα δεν μίλησε. Σιγά-σιγά τον έβλεπε να απομακρύνεται από κοντά της. Τον αγαπούσε, τον λάτρευε και δεν μπορούσε να φανταστεί την ζωή της μακριά του. Τα όνειρά τους άρχισαν να φθίρονται. Η απόφαση που είχαν πάρει να σπουδάσουν μαζί στο εξωτερικό κατέρρευσε, όταν προς το τέλος της χρονιάς ο Αλέξης της είπε « Ξέρεις Αλίκη σκέφτομαι να ασχοληθώ στην επιχείρηση του πατέρας μου... είναι δουλειά έτοιμη... το συζήτησα μαζί του και μάλιστα μπορώ να πω οτι χάρηκε για την απόφαση μου....» «όπως νομίζεις», του απάντησε παγωμένα, «εγώ θα φύγω» Ένας από τους λόγους που ήθελε να φύγεις ήταν και το πρόσωπό της. Ήθελε να πάει σε γιατρούς ίσως να χρειαζόταν κάποια πλαστική εγχείρηση για να φύγουν αυτά τα απαίσια σημάδια που είχαν καταστρέψει τη ζωή της, τον έρωτά της και τα όνειρά της. 

 

Το καλοκαίρι το πέρασε στο χωριό της γιαγιάς της. Η επικοινωνία της με τον Αλέξη είχε αραιώσει. Εκείνος είχε φύγει με φίλους του για κάποιο νησί. Δεν της είχε καν προτείνει να πάνε μαζί διακοπές. Η ανασφάλεια της, την έκανε να δέχεται μια θέση στο περιθώριο της ζωής του. 

 

Ήρθε ο Σεπτέμβρης η Αλίκη ήταν έτοιμη, θα αναχωρούσε σε λίγες ημέρες. Συνάντησε τον Αλέξη για να τον αποχαιρετήσει. Εκείνος έσκυψε και την φίλησε δειλά. « Καλή επιτυχία και καλή τύχη. Να θυμάσαι ότι σ’ αγαπώ» ,της είπε Από τα μάτια της, ήταν έτοιμα να κυλήσουν δάκρυα, με πολύ κόπο κατόρθωσε να τα συγκρατήσει. Ήθελε να πέσει στην αγκαλιά του, να του πει πόσο πολύ τον αγαπούσε κι εκείνη, και πόσο πονούσε η ψυχή της που έφευγε μακριά του. Όμως κρατήθηκε, είχε τον χρόνο να κλάψει όταν θα έμενε μόνη της. 

 

Η πρώτη χρονιά πέρασε με πολύ διάβασμα. Οι γονείς της, της ζήτησαν να έρθει στις διακοπές όμως εκείνη αρνήθηκε. Η επικοινωνία της με τον Αλέξη είχε σχεδόν σταματήσει κάποιο τηλεφώνημα αραιά και που και πάντα τον έπερνε εκείνη. Το μυαλό της και η σκέψη της όμως ήταν κοντά του. Βρήκε δουλειά και έτσι παράλληλα με τις σπουδές της άρχισε να μαζεύει χρήματα για να μπορέσει να αποκαταστήσει την βλάβη που της είχε προκαλέσει αυτή η καταραμένη ακμή στο πρόσωπο της. Επισκέφθηκε έναν καλό πλαστικό χειρουργό, που της συνέστησαν. «Θα χρειαστεί να κάνουμε κάποιες επεμβάσεις. Θα πάρουμε δέρμα απο τους γλουτούς και θα... θα... θα...» της είπε « Είμαι αποφασισμένη για όλα γιατρέ, φτάνει να ξαναγίνει το πρόσωπό μου όπως ήταν πρώτα» Έτσι στο τέλος της δεύτερης χρονιάς επέστρεφε με το πτυχίο της και με ένα καινούργιο τέλειο πρόσωπο . Τηλεφώνησε στον Αλέξη και του ζήτησε να πάει να την πάρει από το αεροδρόμιο « Θέλω να είσαι το πρώτο πρόσωπο που θα δω στην Ελλάδα» του είπε Τώρα η Αλίκη ήταν μια ολοκληρωμένη γυναίκα . Τίποτα δεν θύμιζε το κοριτσάκι του λυκείου και το κυριότερο ήταν μια γυναίκα γεμάτη αυτοπεποίθηση. Τα μάτια του Αλέξη γέμισαν από θαυμασμό μόλις την αντίκρισε. Την αγκάλιασε και την φίλησε τρυφερά στο μάγουλο και μετά στο στόμα. Η Αλίκη, χαμογέλασε πονηρά γεμάτη ικανοποίηση. Δεν είχε πάψει να τον σκέφτεται και να είναι ερωτευμένη μαζί του. Ο Αλέξης βλέποντάς την ξανά, ανακάλυψε ότι και ο δικός του έρωτας δεν έσβησε ποτέ. 

 

Λίγους μήνες αργότερα, της έκανε πρόταση γάμου. Η Αλίκη δέχτηκε. Ήταν τώρα ένα νέο ευτυχισμένο ζευγάρι που περίμενε το πρώτο του παιδί. Η πίκρα της απόρριψης όμως των εφηβικών της χρόνων από τον Αλέξη είχε φωλιάσει μέσα στην ψυχή της και ένας γλυκός τρόπος εκδίκησης καρφώθηκε στο μυαλό της. « Ότι κι αν μου ζητάς αγάπη μου θα το παίρνεις πάντα δίνοντας μου ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο» του είπε γελώντας πονηρά. « Με μεγάλη μου χαρά γλυκιά μου» απάντησε ανυποψίαστος εκείνος Αυτή, θα ήταν η τιμωρία του και παράλληλα η ικανοποίηση της Αλίκης. Θα του πρόσφερε για φίλημα το φιλετάκι την οπισθίων της, λείο τρυφερό και πεντακάθαρο. 

 

 

 

Τ Ε Λ Ο Σ 

ΜΙΑ ΤΡΑΥΜΑΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΑΝΗΜΕΡΑ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΣ....

Θα ήθελα να σας  διηγηθώ μια εμπειρία που είχα σε ένα νοσοκομείο της Αθήνας. 

Ήταν ανήμερα Πρωτομαγιάς και μαζί δεύτερη μέρα του Πάσχα είχαν πέσει κοντά αυτές οι μέρες... Λίγο μετά τα μεσάνυχτα ο πατέρας μου δεν ένοιωθε καλά είχε δύσπνοια η ηλικία του μεγάλη δεν περιμέναμε να περάσει ούτε λεπτό ... καλέσαμε το ΕΚΑΒ για κακή μας τύχη λόγω των εορταστικών ήμερων  όλα τα ασθενοφόρα τα πλήρως εξοπλισμένα ήταν στις Εθνικές οδούς. Αυτό που ήρθε σε μας ήταν ένα παλιό νοσοκομειακό σχεδόν αντίκα για το μουσείο  χωρίς ούτε καν να έχει ένα φορείο μέσα, μόνο μια καρέκλα και μια μάσκα οξυγόνου που μισό λειτουργούσε.. Ο οδηγός και ένας νοσοκόμος μου είπε

"Λίγο υπομονή θα κάνετε" όταν είδαν ότι άρχισα να τα παίρνω...

Και έκανα λίγη υπομονή .... 'Ο πατέρας μου αγωνιζόταν να πάρει ανάσα. 'Ένιωθα ότι τον χάνω χωρίς να μπορώ να κάνω κάτι... δεν υπάρχει χειρότερο συναίσθημα το μόνο που του έλεγα ήταν "κουράγιο μπαμπά μου  φτάνουμε και τα μάτια μου γέμιζαν δάκρυα....

Στο νοσοκομείο υπήρχαν μόνο κάτι νέοι γιατροί που έκαναν εφημερία. Πήραν τον πατέρα μου στα επείγοντα. Εγώ γεμάτη φόβο, ανησυχία, και όλα όσα μπορείτε να φανταστείτε έκοβα βόλτες  απ έξω. Μέτα από λίγη ώρα βγήκε κάποιος γιατρός και μου είπε ότι ο πατέρας μου ήταν σοβαρά και θα τον κρατούσαν στην εντατική.

 Έφυγα για να επιστρέψω την επομένη που θα είχε επισκεπτήριο. 12 με 1 'όπως μου είπαν.

Την άλλη μέρα πρωί πρωί επήγα πάλι. Καθόμουν στην αίθουσα αναμονής και περίμενα να φτάσει η ώρα. Εν τω μεταξύ είδα κάποιον γιατρό και τον ρώτησα πως είναι.

" Βαριά", μου απάντησε

Μαζί μου εκεί που περίμενα ήταν και μια κυρία με την κόρη της, είχε και αυτή τον άντρα της στην εντατική με καρδιακό επεισόδιο όχι πολύ σοβαρή κατάσταση.

Λίγο πριν έρθει η ώρα του επισκεπτηρίου βγήκε ο γιατρός και απευθυνόμενος στην κυρία είπε

"Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να κάνουμε τίποτα, τον χάσαμε...."

Μάνα και κόρη ξέσπασαν σε κλάματα πήγαν στο τηλέφωνο και ειδοποίησαν τους συγγενεις τους ήταν σχετικά νέος άνθρωπος 60 χρονών ....

'Όταν ξαναγύρισαν κοντά μου, έτσι σαν αναλαμπή μου ήρθε και τις ρώτησα αν ο γιατρός είπε το όνομα του ανθρώπου που πέθανε γιατί ο δικός μου ο πατέρας ήταν βαριά... Κοιταχτήκαμε και οι τρεις με ένα εντελώς χαζό βλέμμα... Πήγα και χτύπησα την πόρτα και ζήτησα να μου πουν το όνομα.... Ήταν του πατέρα μου....

Πόση ανευθυνότητα....

Και το κωμικοτραγικό της κατάστασης, ήρθαν και μου έφεραν σε ένα σακουλάκι της την βέρα του και παντόφλες του, αλλά δεν ήταν οι δικές του.... ήταν κάποιου άλλου ασθενούς!!!!


Τρίτη 12 Μαΐου 2020

Στην μητέρα μου

ΣΑΝ ΑΓΙΟΚΕΡΙ ΤΗΝ ΚΡΑΤΩ ΜΑΝΟΥΛΑ ΤΗΝ ΕΥΧΗ ΣΟΥ
Η ΠΙΟ ΖΕΣΤΗ ΑΝΑΠΝΟΗ ΗΤΑΝΕ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ
ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΕΝΙΩΘΑ ΚΟΝΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟ ΠΡΟΣΚΕΦΑΛΙ
ΚΑΙ ΝΟΣΤΑΛΓΩ ΜΑΝΟΥΛΑ ΜΟΥ ΤΗΝ ΤΡΥΦΕΡΗ ΣΟΥ ΑΓΚΑΛΗ
ΑΥΤΗΝ ΠΟΥ ΕΓΕΡΝΑ ΑΠΑΛΑ ΤΙΣ ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΜΟΥ ΩΡΕΣ
ΚΑΙ ΕΚΑΝΕ ΗΛΙΟΛΟΥΣΤΕΣ ΤΗΣ ΖΗΣΗΣ ΜΟΥ ΤΙΣ ΜΠΟΡΕΣ
                                                                               ΝΤ. ΜΑΝ.

Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

Τοπίο θολό

ΤΟΠΙΟ ΘΟΛΟ
Της σκιάς σου το σημάδι,πάλι άλλο ένα βράδι
Θα χαράξω στου μυαλού μου τον καθρέφτη
Θα φορέσω τα καλά μου, θα ξεχάσω τ όνομά μου
Και θα βγω μέσα στην νύχτα σαν τον κλέφτη
Θέλω να το ρίξω έξω, τις πληγές μου να γιατρέψω
Συντροφιά μ ένα ποτήρι και τσιγάρο
Κι αν τυχόν σε συναντήσω , -όχι- δεν θα σου ζητήσω
Μια εξήγηση απ τα χείλη σου να πάρω

Η αμαρτία σαν το αίμα
 μες τις φλέβες σου κυλάει 
 και στο βλέμμα σου το ψεμα
κι όμως πίστεψα σε σένα 
και μαζεύω τα κομματια
 της καρδιάς μου ένα ένα!!!
Ντόρα Μανατάκη

Άνθρωποι μικρές τελείες στο σύμπαν

ΣΚΕΨΕΙΣ

όταν τον λυγμό αφήνεις ν ανέβει στα χείλη, βάζεις φραγμό στην ελπίδα.... Ο κόσμος μικραίνει, τα όνειρα παίρνουν το χρώμα της στάχτης και περιπλανιέται το βλέμμα σ ένα δάσος από γκρίζα κούτσουρα ορθωμένα σαν χέρια ικετών...

Μα πως γίνεται ένας υπέρλαμπρος ήλιος, ένας καθαρός ουρανός, μια γαλάζια θάλασσα, ένας   ανοιξιάτικος κάμπος, μια μαγεμένη δύση να μην μπορούν ανα σου χαρίσουν ελπίδα;

'Άνθρωποι, μικρές τελείες στο σύμπαν διανύοντας μια απειροελάχιστη τροχιά στον χρόνο αφήνουν πίσω αποκαΐδια πάνω στης γης το χρυσάφι....

Αιώνες τώρα κυλάει η αγάπη σαν τρεχούμενο νερό στο ποτάμι της ψυχής σου άνθρωπε μα ποτέ δεν κατόρθωσες να το κρατήσεις μέσα στα δυό σου χέρια.....