ΤΡΕΙΣ
ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΙΑ ΖΩΗ
Η κυρία Καλλιόπη είχε γύρει το κεφάλι της στο πλάι της πολυθρόνας
προσπαθώντας να πάρει τον μεσημεριανό της υπνάκο. Πάντα εκεί αποκοιμιόταν μετά
το φαγητό. Είχε πατήσει τα 85 και αυτά τα έρμα τα ποδάρια είχαν γίνει σαν ξύλα,
ήταν αναγκασμένη να τα σέρνει για να περπατήσει, δηλαδή μερικά βήματα από το
ένα δωμάτιο στο άλλο με την βοήθεια πάντα του μικρού μπαστουνιού της.
Εκεί σ αυτήν την πολυθρόνα τρία χρόνια τώρα ξεδίπλωνε τις αναμνήσεις
της κλείνοντας τα μάτια της πριν αποκοιμηθεί. Έβλεπε τον εαυτό της να κοπέλα χαρούμενη και γελαστή να τρέχει, να χορεύει ,
να τραγουδάει κάνοντας τις δουλειές του σπιτιού της…. Ο Γιάννης της πάντα στο
πλευρό της, την καμάρωνε και την αγαπούσε πολύ. Από την ημέρα που πήγε να την
ζητήσει από τον πατέρα της μέχρι που τον έχασε, δεν είχαν χωρίσει ποτέ.
Ένα χρόνο μετά τον γάμο τους, ήρθε στην ζωή τους η Σταυρούλα,
πόση ευτυχία γέμισε το σπιτικό τους, την μεγάλωναν με ξεχωριστή φροντίδα και οι
δυό μαζί, ήταν η μοναχοκόρη τους, το μοναχοπαίδι τους…. Δούλευαν για να μην της
λείπει τίποτα, τα καλύτερα παιχνίδια το ωραιότερα φορέματα, ήθελαν να έχει τα
πιο ευτυχισμένα παιδικά χρόνια, να μεγαλώνει σαν πριγκίπισσα. Δεν ήταν πλούσιοι
μα με ένα καλό κουμάντο δεν έλειπε τίποτα από το σπιτικό τους.
Όσο μεγάλωνε η Σταυρούλα, ο κύριος Γιάννης και η κυρία
Καλλιόπη έκαναν όνειρα…. Να σπουδάσει, να καλοπαντρευτεί, να κάνει και εκείνη
μια ευτυχισμένη οικογένεια…
Στα δεκαέξι της χρόνια ήταν ένα όμορφο, ψηλό, λυγερόκορμο κορίτσι,
σοβαρό, μετρημένο και άριστη μαθήτρια. Εκείνη την εποχή ο έρωτας της χτύπησε
την πόρτα γνώρισε τον Πέτρο, έρωτας με την πρώτη ματιά. Εκείνος τελείωνε το
λύκειο, η Σταυρούλα ήθελε δυο χρόνια ακόμα. Άρχισαν τα σκασιαρχεία, τα ψεματάκια,
οι βαθμοί της έπεφταν, πότε μελαγχολική, πότε υπερβολικά χαρούμενη. Η κυρία
Καλλιόπη υποψιάστηκε…
«Γιάννη, είπε στον άντρα της, κάτι συμβαίνει με το κορίτσι μας»
Δεν ήταν δα και τόσο δύσκολο να το ανακαλύψουν , το δύσκολο
ήταν να το αποδεχτούν ότι μεγάλωσε, ότι ερωτεύτηκε…. Τις ευτυχισμένες μέχρι
τότε μέρες διαδέχτηκαν ,τα δάκρυα, οι φωνές, οι απειλές, τα κλειδώματα στο
σπίτι. Ήρθαν τα πάνω κάτω.
Ο έρωτας του Πέτρου και της Σταυρούλας φούντωνε μέσα από τα
ραβασάκια και από κάτι σκαστά ραντεβουδάκια στο πάρκο της γειτονιάς. Εκεί ξεδίπλωναν
τα όνειρα τους και έκαναν τα σχέδια τους.
Ο Πέτρος ήταν παιδί χωρισμένων γονιών και ζούσε με τον πατέρα
του. Τελειώνοντας το λύκειο αποφάσισε να πάει στο στρατό μόνιμος, έτσι θα
εξασφάλιζε έναν μισθό και ίσως και μια καριέρα δίνοντας εξετάσεις στην σχολή
αξιωματικών. Ήταν δυναμικός, πεισματάρης και τα κατάφερε…
Δυο χρόνια πέρασαν χωριστά, αλληλογραφούσαν με γράμματα
γεμάτα όρκους αγάπης. Τέλειωσε το λύκειο η Σταυρούλα και ο Πέτρος ήρθε και την
ζήτησε από τον πατέρα της. Παντρεύτηκαν και την πήρε μαζί του στην επαρχιακή
πόλη που υπηρετούσε.
Η κυρία Καλλιόπη για πρώτη φορά αποχωρίστηκε την κόρη της. Δεν
μπορούσε να το αντέξει, κόντευε να αρρωστήσει και ο κύριος Γιάννης όχι πως
πήγαινε πίσω αλλά έκανε κουράγιο για χατίρι της γυναίκας του, προσπαθώντας να
την παρηγορεί.
Η Σταυρούλα ακούγοντας στο τηλέφωνο την μάνα της καθημερινά
να κλαίει, ένιωθε δυστυχισμένη. Ο Πέτρος όλη την ημέρα έλειπε, ήταν μόνη της, χωρίς
να γνωρίζει κανέναν σ αυτήν την πόλη και οι ώρες της κυλούσαν ανιαρά μέσα στην
μοναξιά της.
Πέρασαν τρεις μήνες….
« Πέτρο θα φέρω τους γονείς μου να μείνουν έδώ, μαζί μας» του
είπε μια μέρα.
Ο Πέτρος δεν έφερε αντίρρηση, ήταν καλοί και ευγενικοί
άνθρωποι…
Όταν τους το είπε η Σταυρούλα δεν περίμεναν δεύτερη κουβέντα,
κλείδωσαν το σπίτι τους, πήραν τις βαλίτσες τους, το αεροπλάνο και
εγκαταστάθηκαν στο σπίτι της κόρης τους για τα καλά.
Η Σταυρούλα έγινε πάλι η πριγκίπισσα τους…. Τρεις μήνες τώρα
τα είχε βρει μπαστούνια με τις δουλειές του σπιτιού, το μαγείρεμα, το σιδέρωμα…..
δουλείες που δεν είχε κάνει ποτέ στην ζωή της.
Η κυρία Καλλιόπη
ανέλαβε τα πάντα.
Πέρασε καιρός και ο Πέτρος άρχισε να νιώθει εγκλωβισμένος με
τα πεθερικά του μέρα νύχτα μέσα στα πόδια τους. Το σπίτι δεν ήταν δα και τόσο
μεγάλο, δυό μικρές κρεβατοκάμαρες και ένα σαλόνι όλο κι όλο. Η Σταυρούλα αν και
το καταλάβαινε δεν έλεγε κουβέντα.
Πέρασαν έξι μήνες…. Ένα πρωινό καθώς σηκώθηκε ένοιωσε μια
ζαλάδα, μερικές μέρες μετά κάτι ανακατωσούρες, δεν χρειάστηκε πολλά για να
καταλάβει ότι ήταν έγκυος. Όταν τους το είπε πέταξαν όλοι από την χαρά τους. ο
Πέτρος κατάφερε να πάρει μετάθεση για την Αθήνα. Πίστευε ότι έτσι η ζωή τους θα
άλλαζε… νοίκιασε ένα όμορφο διαμέρισμα κοντά στα πεθερικά του και
περίμεναν το νέο μέλος της οικογένειας.
Όσο προχωρούσε η εγκυμοσύνη της Σταυρούλας τόσο ειχε
περισσότερο ανάγκη την μάνα της να είναι κοντά της. Ένας ύπνος τις χώριζε.
Πρωί πρωί ή κυρία Καλλιόπη έπαιρνε τον άντρα της
(συνταξιούχος γαρ) και τσούπ, άνοιγε με το κλειδί της, να τους ετοιμάσει το
πρωινό τους. το βράδυ μετά το φαγητό, έπλενε τα πιάτα, μάζευε την κουζίνα και επέστρεφαν
στο σπίτι. Η αδυναμία τους δεν τους άφηνε να δουν πόσο κακό έκαναν στο ζευγάρι.
Ο Πέτρος είχε γίνει σώγαμπρος στο ίδιο του το σπίτι. Δεν μπορούσε
να καλέσει δυο φίλους στο σπίτι, ακόμα να κυκλοφορήσει με το σώβρακο βρε
αδερφέ, ν΄ ακούσει μουσική, να δει τηλεόραση ό,τι του έκανε κέφι…. Άρχισε να
μην γυρίζει το μεσημέρι στο σπίτι, να αργεί τα βράδια, να λείπει τα
σαββατοκύριακα…
Όταν έπιασαν την Σταυρούλα οι πόνοι, ο Πέτρος ήταν άφαντος. Γέννησε
χωρις τον άντρα της δίπλα της. Δεν του το συγχώρεσε ποτέ. Κάρβουνο αναμμένο
έμεινε στην ψυχή της .
Ένα όμορφο, ξανθό, χαριτωμένο πλασματάκι ήταν το νέο μέλος της
οικογένεια. Η Χριστίνα!
Όσο περνούσε ο καιρός η σχέση του ζευγαριού πήγαινε από το
κακό στο χειρότερο. Η Σταυρούλα είχε αρχίσει να ζηλεύει και να κάνει σκηνές
στον Πέτρο και οι απουσίες εκείνου να γίνονται όλο και ίο συχνές. Δεν άργησε να
καταλάβει ότι στην ζωή του είχε μπει μια άλλη γυναίκα. Οι καυγάδες τους πια
καθημερινοί, οι φωνές τα κλάματα μοιραία τους οδήγησαν στο διαζύγιο.
Ο Πέτρος πήρε πάλι μετάθεση έτσι η Χριστίνα μεγάλωνε πια
χωρίς τον πατέρα της. Η Σταυρούλα έπαθε κατάθλιψη και για αρκετό καιρό έπαιρνε
ψυχοφάρμακα. Όλη η αγάπη της για τον Πέτρο έγινε μίσος, ένα μίσος που λίγο -
λίγο το μετάγγιζε σαν δηλητήριο στην ψυχή της μικρής Χριστίνας. Έτσι καθώς
μεγάλωνε δεν ήθελε να βλέπει τον πατέρα της, τον θεωρούσε υπεύθυνο για την κλονισμένη
ψυχική υγεία της μητέρας της. Ο παππούς και η γιαγιά ήταν το στήριγμα της, η αδυναμία της,
αυτοί την μεγάλωσαν, σ αυτούς χρωστούσε τα πάντα.
Στα 15 της χρόνια ο αγαπημένος της παππούς έφυγε από την ζωή.
Οι τρεις γυναίκες έμειναν μόνες. Η γιαγιά είχε γεράσει και η μητέρα της είχε
καταρρεύσει ψυχικά. Στην Χριστίνα έπεσαν
το βάρος και οι ευθύνες. Περνώντας τα χρόνια όλο και μεγάλωναν. Δεν την άφησαν
ποτέ να χαρεί την εφηβεία της, τα νιάτα της, να κάνει φιλίες, να σπουδάσει…. Αναγκάστηκε
να δουλέψει για να τα φέρουν βόλτα. Μόνο
η σύνταξη της γιαγιάς τους είχε απομείνει. Η Σταυρούλα δεν δέχτηκε ποτέ
διατροφή από τον Πέτρο….
Η κυρία Καλλιόπη τώρα πια μαζί με τις αναμνήσεις της κουβαλούσε
και τις τύψεις της. Ήξερε ότι ή αδυναμία της για την μοναχοκόρη της είχε γίνει η
αιτία να καταστραφεί και η ζωή της εγγονής της…
Όταν έμενε μόνη τα δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της και μια
βούβή συγνώμη δίχως αξία ήταν καρφωμένη στα χείλη της!
ΤΕΛΟΣ
2 σχόλια:
ο τιτλος ταιριαζει γαντι στο διηγημα! μου αρεσε πολυ! συγχαρητηρια!
εκφρασου!!!!! σ ευχαριστω μοναδικε μου αναγνωστη!!!!
Δημοσίευση σχολίου