Ο Θεός τον θάνατον λυτρωτήν των πόνων
επεπψεν εις άρρωστον άνδρα γεωπόνον.
Να τώ δώσει άνεσιν των δεινών και κόπων
καί εις αναπαύσεως να τον φέρει τόπον.
Έφθασεν ο θάνατος επί της καλύβης
τού φτωχού και κάθισεν ως η όρνις ήβις.
Στεναγμοί ηκούοντο, οιμωγαί και θρήνοι,
όλη κατεσίετο η στέγη η καλαμίνη.
Πέντε-έξι ανήλικα κι από μητέρα ορφανά
έκλαιον τον θνήσκοντα πατέρα γοερά.
Φεύγεις πάτερ έκραζον κύκλωθεν της κλίνης
καί ημάς τα έρημα άχ! πού μάς αφήνεις;
Ήκουσεν ο θάνατος και τα ελυπήθη
οικτιρμόν ησθάνθησαν τ’ άπονά του στήθη.
Απρακτος επέστρεψεν εις τον Κύριόν του
καί εν αυτώ φοβούμενος τον φρικτόν θυμόν του
άφωνος εις τ’ ουρανού ίστατο τάς θύρας.
Διατί ω θάνατε με κενάς τάς χείρας;
Δία τα παντέρημα τις θα προνοήσει
όταν και ο μόνος των βοηθός τ’ αφήσει;
Τρέξε, είπε ο Αναρχος, τρέξε ν’ αποσπάσεις
λίθον από τ’ άμετρα βάθη της θαλάσσης.
Με φόβο και υπακοή, με πίστη χαλυβδίνη
ως βολίς ο θάνατος πίπτει μολυβδίνη.
Και εις τα ουράνια μετά τάχους ίσου
φέρει τον ζητούμενον λίθον της αβύσσου.
Θραύσε τόν! Τεμάχια δύο λαμβάνει,
τά συντρίβει κι ένδον των σκώληξ ζών εφάνη.
Τις εις τα ανήλια βάθη αποκρίσου
συντηρεί τον σκώληκα τούτον της αβύσσου;
Τις εμού ω βέβηλε κάλλιον γνωρίζει
ή ζωήν ή θάνατον πότε να χαρίζει;
Ήστραψε και βρόντησε, τον κατακωφαίνει
καί βωβός ο θάνατος από τότε μένει!
Μάταια τα ώτα του ο κλαυθμός μάς κρούει,
δέν ακούει δέησιν, θρήνους δεν ακούει!