Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

Η ΤΙΜΩΡΙΑ (ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑ ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ)


               Η ΤΙΜΩΡΙΑ

     

 




Ντριιν!!!
Το τηλέφωνο της ενδοεπικοινωνίας που ήταν πάνω στο γραφείο της Νατάσσας χτύπησε . Εκείνη απάντησε πατώντας το κουμπί,
-Ναι.!
 Ήταν η φωνή της ιδιαιτέρας της
-Ο κύριος Ζαν σας ζητά στο γραφείο του.  
-Εντάξει έρχομαι αμέσως. 
Η Νατάσσα τεντώθηκε στην καρέκλα του γραφείου της . Κατόπιν μάζεψε τις σκόρπιες φωτογραφίες των μοντέλων που είχε μπροστά της, έσβησε το μισοτελειωμένο τσιγάρο της, και σηκώθηκε. Άνοιξε την πόρτα και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του Ζαν.
        - Καλημέραα! Είπε χαρούμενα σέρνοντας τον τόνο της φωνής της . Τι κάνουμε σήμερά; Πρωινός βλέπω, πώς κι έτσι;
        Ο Ζαν ήταν μισοξαπλωμένος πάνω στην δερμάτινη πολυθρόνα πίσω από το τεράστιο τέλεια επιμελημένο και καλοσιγυρισμένο  γραφείο του. Μόλις είδε την Νατάσσα να μπαίνει μέσα ,σηκώθηκε την πλησίασε και παίρνοντας το χέρι της το φίλησε σαν τέλειος ιππότης.    
        - Κάθισε κορίτσι μου, όταν σε βλέπω μου φτιάχνεις τη μέρα, δεν στο ‘ χω πει! Ήπιες καφέ;
       - Ναι σ΄ ευχαριστώ
        - Νατάσσα , το Σάββατο πετάω για Μιλάνο. Θέλω να έρθεις μαζί μου. Η επίδειξη μόδας που θα γίνει εκεί σε αφορά .Θέλω να κλείσεις δυο μοντέλα δικά μας για την πασαρέλα.
       - Ζανώ μου αδύνατον, του είπε χαϊδευτικά.. Η μικρή έχει στο σχολείο γιορτή και πρέπει να πάω οπωσδήποτε. Της το έχω υποσχεθεί.
        - Μη μου το κάνεις αυτό, υπολογίζω στη δική σου παρουσία. Της είπε .
       Η Νατάσσα τον πλησίασε και αγγίζοντας του τη μύτη χαϊδευτικά του είπε
       - Αδύνατον γλυκέ μου πρέπει να μάθεις να ζεις και χωρίς εμένα . Θα πάρεις τα μοντελάκια που θα σου κλείσω και θα πας.
        Ο Ζαν ήταν ο καλός της άγγελος . Ο πατέρας που είχε χάσει εδώ και δώδεκα χρόνια. Ήταν εκείνος που της έδωσε κουράγια , δύναμη και στέγη για να μπορέσει να συνεχίσει να ζήσει και να αναστήσει την μικρή   της Στέφη, όταν κατέβηκε στην Αθήνα από το χωριό της και βρέθηκε ολομόναχη μ’ ένα παιδί στα σπλάχνα της μέσα σ’ αυτή τη ζού
                                               

      Οι ετοιμασίες για το Πάσχα είχαν αρχίσει. Ήταν Μεγαλοβδομάδα. Τα σχολεία είχαν κλείσει και η Τασούλα το είχε ρίξει στο διάβασμα. Δεν έπρεπε να χάσει ούτε ώρα . Έπρεπε να περάσει οπωσδήποτε στο πανεπιστήμιο για να κατέβει στην Αθήνα, το χωριό δεν την κρατούσε πια. Ήθελε να πάει κοντά στο Στέφανο, στον αγαπημένο της Στέφανο που πριν ενάμιση χρόνο σχεδόν ,είχε περάσει στη Νομική, είχε φύγει μακριά της . Τον έβλεπε μόνο τις γιορτές και το καλοκαίρι στις διακοπές. Είχαν μεγαλώσει μαζί, στην ίδια γειτονιά, είχαν περπατήσει στους ίδιους δρόμους, είχαν εξομολογηθεί τα όνειρά τους ο ένας στον άλλον και είχαν νιώσει το ίδιο σκίρτημα  του έρωτα στις καρδιές του.
Πριν φύγει ο Στέφανος για την Αθήνα , της είχε ζητήσει να ολοκληρώσουν την σχέση τους , να γίνει για πάντα δική του. Και εκείνη χωρίς αναστολές , χωρίς δεύτερη σκέψη το είχε δεχτεί . Ήταν η ζωή της, τον αγαπούσε με όλη τη δύναμη της ψυχής της. Στη μικρή κλειστή επαρχιακή πόλη που ζούσε, όλοι λίγο πολύ ήξεραν το δεσμό τους . Μόνο ο πατέρας της δεν είχε ιδέα . Ήταν άνθρωπος παλαιών αρχών και δεν καταλάβαινε από έρωτες και κουραφέξαλα όπως έλεγε. Η μάνα της δεν είχε και πολύ λόγο μες το σπίτι « ότι πει ο πατέρας σου» έλεγε σε κάθε τι που η Τασούλα ζητούσε . Ήταν μοναχοκόρη, είχε δυνατό χαρακτήρα και πείσμα, ήθελε να πετύχει στη ζωή της και ήξερε ότι μόνο με τα γράμματα θα μπορούσε να πετύχει και προσπαθούσε να είναι καλή μαθήτρια , άριστη.
       Τελευταία τάξη του Λυκείου και τα όνειρά της θα γινόντουσαν αληθινά . Θα έφευγε επιτέλους από το χωριό. Η Αθήνα γι αυτήν ήταν κάτι μαγικό, έτσι την φανταζόταν. Με τον πατέρα της είχαν έρθει πολλές φορές σε σύγκρουση. Δεν ήθελε να την αφήσει να πάει μόνη της . Η Τασούλα είχε βάλει τον καθηγητή της να του μιλήσει και να τον πείσει Τα κατάφεραν με την συμφωνία ότι θα πήγαινε και η μάνα της μαζί.

-           Μάνα πάω στην εκκλησία . Φώναξε η Τασούλα.
Πήρε τη ζακέτα της και κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά χωρίς να περιμένει απάντηση.
« πρέπει να ήρθε ο Στέφανος» σκέφτηκε.
Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Θα περνούσε από το σπίτι του πριν πάει στην εκκλησία. Η μάνα του την αγαπούσε και έβλεπε με καλό μάτι τη σχέση τους. Άλλωστε η οικογένεια  της Τασούλας ήταν  από τις καλύτερες και τις πλουσιότερες του χωριού και η ίδια ένα πανέμορφο και καλό κορίτσι.
      -Κυρά Ελπίδα καλώς τα δέχτηκες. Άκουσε την γειτόνισσα να φωνάζει καθώς πλησίασε κοντά στο σπίτι του .
«Ήρθε , ήρθε» μονολόγησε και η καρδιά της άρχισε να χτυπά σαν τρελή. Θα ήταν μαζί για δεκαπέντε μέρες.
        Προχώρησε και σταμάτησε έξω από την αυλόπορτα . Η μητέρα του την καλωσόρισε.
-Καλησπέρα κυρία Ελπίδα, χρόνια πολλά , καλώς τα δέχτηκες της είπε η Τασούλα.
-Καλώς τα δεχτήκαμε κόρη μου, της είπε εκείνη και της έκλεισε πονηρά το μάτι. Πέρασε μέσα.
-Όχι! Όχι! Πείτε στο Στέφανο θα τον δω στην εκκλησία είπε και ένιωσε τα μαγουλά της να πετούν φλόγες.
Απομακρύνθηκε με γρήγορα βήματα και η κυρία Ελπίδα την καμάρωνε.
« Τι όμορφο κορίτσι που έγινε, στητό σαν λαμπάδα, ψηλό, με τα ξανθά της μαλλιά να πέφτουν σαν χείμαρρος στην πλάτη της…» την έφτυσε να μη τη  βασκάνει και μπήκε μέσα στο σπίτι.
Ο Στέφανος ήταν ξαπλωμένος στο μικρό ντιβανάκι του δωματίου.
- Σήκω αγόρι μου , μόλις τώρα πέρασε η Τασούλα , πάει στην εκκλησία , θα σε περιμένει εκεί .. Άντε σήκω!
Ο Στέφανος σηκώθηκε . Πήγε στο νιπτήρα και έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του . Ήταν ψηλός με μαύρα σγουρά μαλλιά , που τα είχε αφήσει να μακρύνουν από τότε που πήγε στην Αθήνα, με μουσάκι φοιτητικό και αέρα πρωτευουσιάνικο. Τώρα πια ξεχώριζε από τα άλλα συνομήλικά  του αγόρια του χωριού.
       Φόρεσε ένα λευκό πουκάμισο, τζιν παντελόνι και ένα δερμάτινο σακάκι .
-Μάνα φεύγω!
-Στο καλό αγόρι μου είπε η κυρία Ελπίδα και τον σταύρωσε καθώς έβγαινε από την πόρτα. Ήταν το καμάρι της.

Στον περίβολο της εκκλησίας ήταν μαζεμένα όλα τα παιδιά και γελούσαν λέγοντας διάφορα αστεία και πειράζοντας ο ένας τον άλλον. Μόλις έφτασε ο Στέφανος μονοπώλησε το ενδιαφέρον όλων. Σε κάποια στιγμή έσκυψε στην Τασούλα .
-Θα σε περιμένω πίσω από την μάντρα του Ντάνου . της είπε.
        Η Τασούλα μετά από λίγο ξέφυγε από την συντροφιά. Όταν έφτασε στο σημείο του ραντεβού τους ο Στέφανος ήταν ήδη εκεί. Έπεσε στην αγκαλιά του, φιλήθηκαν αμέτρητες φορές  πριν μιλήσει ο ένας στον άλλον. Μιλούσαν τα χείλη τους, τα κορμιά τους, τα μάτια τους.
       -Στέφανε  πόσο μου λείπεις!  Ψιθύρισε η Τασούλα με κομμένη σχεδόν την ανάσα της από τον πόθο.
       - Κι εμένα καρδιά μου είπε ο Στέφανος .  Δεν έβλεπα την ώρα να σε σφίξω στην αγκαλιά μου .  Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ!!!
        Τα χέρια του  ανεβοκατέβαιναν στο κορμί της ,την χάιδευαν με πάθος και το ίδιο παθιασμένα ανταποκρινόταν και εκείνη στο άγγιγμά του.  
       Ο αχυρώνας δίπλα στη μάντρα, έγινε η ερωτική φωλιά τους εκείνο τα βράδυ.

        Η περίοδος των εξετάσεων έφτασε. Η Τασούλα δεν ένιωθε πολύ καλά τον τελευταίο καιρό. Κάτι ζαλάδες, κακό στομάχι… Από το άγχος θα ‘ναι της έλεγε η μάνα της. Άμα με το καλό τελειώσεις θα περάσουν όλα.
       Ένα πρωί όμως καθώς σηκώθηκε από το κρεβάτι, της ήρθε μια σβυσμάρα  κι έπεσε κάτω. Ο πατέρας της ανησύχησε
-Να το πας το παιδί στο γιατρό. Είναι χλωμό κι αδύνατο. Είπε στη γυναίκα του. Άντε μη μας βρει καμιά συμφορά. Δεν τη βλέπεις που δεν έχει όρεξη;
Το άλλο πρωί κιόλας ξεκίνησαν με τη μάνα της να πάνε στο γιατρό. Η Τασούλα έτρεμε. Αν ήταν αυτό που φοβόταν; Τι θα έκανε;
Ο φόβος της δεν άργησε να βγει αληθινός. Ο γιατρός διέγνωσε εγκυμοσύνη. Και κεραυνός να είχε πέσει πάνω στο κεφάλι της μάνα της δεν θα την είχε αποσβολώσει έτσι. Έχασε το χρώμα της , έχασε τη μιλιά της , έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της . Το μόνο που μπόρεσε να ψελλίσει ήταν «ποιος;»
        Στην επιστροφή, η Τασούλα δεν έβγαλε ούτε μια λέξη από το στόμα της. Τα δάκρυα κυλούσαν στα μαγουλά της και χιλιάδες σκέψεις έτρεχαν στο μυαλό της . Έπρεπε να ειδοποιήσει τον Στέφανο. Εκείνος θα της έλεγε τι θα έκαναν. Όταν έφτασαν στο σπίτι  έτρεξε και κλειδώθηκε στην κάμαρά της . Το μεσημέρι ή μάνα της θα το έλεγε στον πατέρα της.
       Άστραψε και βρόντηξε ο κυρ-Αντώνης μόλις έμαθε τι είχε συμβεί. Αυτός που ήθελε πάντα να περπατάει με το κεφάλι ψηλά, με το μέτωπο καθαρό, που ήθελε την κόρη του υπόδειγμα , ντροπιάστηκε.
Χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι και φώναξε
-Να φύγει, δεν έχω πια κόρη. Με ξεφτίλισε. Να μαζέψει τα πράγματά της και να φύγει. Ποιος ξέρει με ποιόν πήγε κι έβγαλε τα μάτια της.
Η Τασούλα είχε κουρνιάσει στο κρεβάτι της και έτρεμε. Τον φοβόταν τον πατέρα της από μικρό παιδί. Τον φοβόταν και τον αγαπούσε. Άκουσε την αυλόπορτα να κλείνει με δύναμη και ταυτόχρονα την πόρτα της κάμαράς της να χτυπά . Σηκώθηκε και άνοιξε.
-Φωτιά που μας άναψες! Είπε κι άρχισε να συγυρίζει νευρικά το δωμάτιο παίρνοντας  ένα  ρούχο από τη μια μεριά και πηγαίνοντας στο στην άλλη. Τι να κάνω τώρα ; πώς να μερέψω το θεριό; Τόσα όνειρα είχαμε κάνει για σένα. Γιατί μας το ‘κανες αυτό; Ποιος είναι πες μου.
       Η Τασούλα δεν μιλούσε μόνο σκεφτόταν πώς θα ειδοποιούσε τον Στέφανο. Έπρεπε να τον πάρει τηλέφωνο.
      Όταν ξαναγύρισε ο πατέρας της είχε νυχτώσει. Κάτι πήγε να του πει η μάνα της μα δεν την άφησε.
-Να φύγει. Αύριο το πρωί να φύγει!!!
Η Τασούλα κατάλαβε πως αυτό που έλεγε το εννοούσε. Η πίκρα της είχε σταθεί  κόμπος στο λαιμό. Σηκώθηκε πήρε ένα μικρό σακίδιο έβαλε μέσα τα πράγματά της και σ’ ένα χαρτί έγραψε
« Σας αγαπώ. Ίσως ξαναβρεθούμε».
Περίμενε να πάνε για ύπνο και σιγά σιγά σαν κλέφτης, άνοιξε την πόρτα και έφυγε μέσα στη νύχτα.     

Δεν υπάρχουν σχόλια: