tag:blogger.com,1999:blog-5910307593923900336.post3643931627100110090..comments2024-01-17T00:29:10.042-08:00Comments on dora manataki(Με τα δικά μου μάτια): ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΞΑΧΝΑ ΚΑΤΙ ΧΡΟΝΙΑ του Ιωάννη Καρασούτσα Ποιητή (στην καθαρεύουσα) και μεταφραστή που έζησε στις χρονολογίες 1824 – 1873.dora manatakihttp://www.blogger.com/profile/12148569541592188737noreply@blogger.comBlogger3125tag:blogger.com,1999:blog-5910307593923900336.post-24428218197784281442020-09-20T09:15:49.343-07:002020-09-20T09:15:49.343-07:00Το ποίημα βρίσκεται σε αυτό το βιβλίο που υπάρχει ...Το ποίημα βρίσκεται σε αυτό το βιβλίο που υπάρχει στο Link που σας στέλνω και είναι το πραγματικό...http://e-library.iep.edu.gr/iep/collection/browse/item.html?code=01-17500&tab=01<br /><br />Πατήστε "Προβολή" και πηγαίνετε στη σελίδα 89 του βιβλίου όπου είναι το ποίημα και μάλιστα με τον σωστό τονισμό...η φράση που λέει ο φίλος ότι λείπει δεν υπάρχει πουθενά ούτε την έχω ακούσει ποτέ...manoleonhttps://www.blogger.com/profile/10710674959969683582noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-5910307593923900336.post-85971271179214685462020-07-01T22:47:25.221-07:002020-07-01T22:47:25.221-07:00Πολύ ορθότερη η παρουσίαση του ποιήματος από τον/τ...Πολύ ορθότερη η παρουσίαση του ποιήματος από τον/την 'ανώνυμον', και με επουσιώδη μικρολαθάκια. Λείπουν, όμως, δύο στίχοι από την έναρξη της συνομιλίας Θεού - θανάτου. Δηλαδή, μετά το ερώτημα<br />-Διατί, ω θάνατε, με κενάς τας χείρας;<br />μεσολαβούν οι στίχοι<br />Είπεν εκ του θρόνου του ο Θεός. Κι εκείνος,<br />-Μ' έκαμψαν τα δάκρυα των μικρών, και ο θρήνος.<br />Δια τα παντέρημα... κλπ.Κωνσταντίνος Μελίδηςhttps://www.blogger.com/profile/08300017761837149785noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-5910307593923900336.post-65716474705639668902019-10-23T14:51:33.751-07:002019-10-23T14:51:33.751-07:00
Ο Θεός τον Θάνατον λυτρωτήν των πόνων,
Έπεμψεν ει...<br />Ο Θεός τον Θάνατον λυτρωτήν των πόνων,<br />Έπεμψεν εις άρρωστον άνδρα γεωπόνον,<br />Να τω δώση άνεσιν των δεινών και κόπων<br />Και εις αναπαύσεως να τον φέρει τόπον.<br />Έφθασεν ο Θάνατος κ’ επί της καλύβης<br />Του πτωχού, εκάθισεν ως η όρνις ίβις.<br />Στεναγμοί ηκούοντο, οιμωγαί και θρήνοι,<br />Όλη κατεσείετο στέγ’ η καλαμίνη.<br />Πέντε εξ ανήλικα, και από μητέρα<br />Ορφανά, τον θνήσκοντα έκλαιον πατέρα.<br />«Θνήσκεις, πάτερ,» έκραζον κύκλωθεν της κλίνης,<br />«Και ημάς τα έρημα, αχ! Πού μας αφήνεις;»<br />Ήκουσεν ο Θάνατος και τα ελυπήθη,<br />Οικτιρμόν ησθάνθησαν τ’ άπονά του στήθη.<br />Άπρακτος επέστρεψεν εις τον κύριό του,<br />Κ’ ενταυτώ φοβούμενος τον φρικτόν θυμόν του.<br />Άφωνος εις τ’ουρανού ίσταται τας θύρας.<br />-Διατί, ώ Θάνατε, με κενάς τας χείρας;<br />-Δια τα παντέρημα τις θα προνοήσει<br />Όταν και ο μόνος των βοηθός τ’ αφήσει;<br />-Τρέξ!, είπ’ ο Άναρχος, τρέξε ν’ αποσπάσης<br />Λίθον απ’ τα άμετρα βάθη της θαλάσσης.<br />Είπε, κ’ εις την θάλασσαν δίχως να βραδύνη,<br />Ως βολίς ο Θάνατος πίπτει μολυβδίνη.<br />Και εις τα ουράνια μετά τάχους ίσου<br />Φέρει τον ζητούμενον λίθον της αβύσσου.<br />-Θραύσε τον! Εις δάκτυλα δύο τον λαμβάνει,<br />Τον συντρίβει κ’ ενδόν του σκώληξ ζων εφάνη.<br />Τότε ο Πανάγιος έκραξεν οργίλως<br />Και ο θόλος έτρεμε τ’ ουρανού ο κοίλος.<br />-Τις εις τα ανήλια βάθη, αποκρίσου,<br />Συντηρεί τον σκώληκα τούτον της αβύσσου;<br />-Τις εμού δι’ άπαντα προνοεί τα όντα;<br />-Τις γινώσκει μέλλοντα, πρότερα, παρόντα;<br />-Τις εμού, ω κάθαρμα! κάλλιον γνωρίζει<br />Ή ζωήν ή θάνατον πότε να χαρίζη;<br />Κ’ ενταυτώ το σκήπτρον του αιρ’ η δεξιά του,<br />Διδ’ εις το μετάφρενον μίαν του Θανάτου.<br />Ήστραψε κ’ εβρόντησε, τον κατακωφαίνει,<br />Και κωφός ο Θάνατος από τότε μένει.<br />Μάταια τα ώτα του ο κλαυθμός μας κρούει,<br />Δεν ακούει δέησιν, θρήνους δεν ακούει.<br /><br /><br /><br /><br /><br /><br /><br /><br /><br /><br /><br /><br /><br />Anonymousnoreply@blogger.com